φείδων: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φείδων''': -ωνος, ὁ, [[ἀγγεῖον]] ἐλαιηρὸν ἔχον στενὸν λαιμόν, δι’ οὗ ὀλίγον μόνον [[ἔλαιον]] δύναται νὰ ἐκρεύσῃ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 440· οὕτω, φειδώνιον (Φειδώνιον Κόβητ. παρὰ Κόντῳ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γϳ, σελ. 329) [[μέτρον]] Θεοφρ. Χαρακτ. 30. 5, πρβλ. Στράβ. 358, Ἀλκίφρων 3. 5, 7 ([[ἔνθα]] φειδωλῷ), Cobet. V. LL. 66. ΙΙ. ὡς κύριον [[ὄνομα]] Φείδων, βασιλεὺς τοῦ Ἄργους, ὁ συστηματοποιήσας τὰ Ἑλληνικὰ μέτρα καὶ σταθμά, ἴδε Λεξ. Βιογραφ. 2) [[ὄνομα]] γέροντος παρὰ τοῖς κωμικοῖς, = [[φειδωλός]], [[Χρέμης]] τις ἢ Φείδων τις ἐκσυρίττεται Ἀντιφάν. ἐν «Ποιήσει» 1. 21, κλπ.· ― [[ὅθεν]] καὶ τὸ κωμ. πατρωνυμ. Φειδωνίδης, ου, ὁ, ὁ τοῦ Φείδωνος [[ἔκγονος]], ὁ [[φειδωλός]], ἐγὼ δὲ τοῦ πάππου’ τιθέμην [[ὄνομα]] Φειδωνίδην Ἀριστοφ. Νεφ. 65.
|lstext='''φείδων''': -ωνος, ὁ, [[ἀγγεῖον]] ἐλαιηρὸν ἔχον στενὸν λαιμόν, δι’ οὗ ὀλίγον μόνον [[ἔλαιον]] δύναται νὰ ἐκρεύσῃ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 440· οὕτω, φειδώνιον (Φειδώνιον Κόβητ. παρὰ Κόντῳ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γϳ, σελ. 329) [[μέτρον]] Θεοφρ. Χαρακτ. 30. 5, πρβλ. Στράβ. 358, Ἀλκίφρων 3. 5, 7 ([[ἔνθα]] φειδωλῷ), Cobet. V. LL. 66. ΙΙ. ὡς κύριον [[ὄνομα]] Φείδων, βασιλεὺς τοῦ Ἄργους, ὁ συστηματοποιήσας τὰ Ἑλληνικὰ μέτρα καὶ σταθμά, ἴδε Λεξ. Βιογραφ. 2) [[ὄνομα]] γέροντος παρὰ τοῖς κωμικοῖς, = [[φειδωλός]], [[Χρέμης]] τις ἢ Φείδων τις ἐκσυρίττεται Ἀντιφάν. ἐν «Ποιήσει» 1. 21, κλπ.· ― [[ὅθεν]] καὶ τὸ κωμ. πατρωνυμ. Φειδωνίδης, ου, ὁ, ὁ τοῦ Φείδωνος [[ἔκγονος]], ὁ [[φειδωλός]], ἐγὼ δὲ τοῦ πάππου’ τιθέμην [[ὄνομα]] Φειδωνίδην Ἀριστοφ. Νεφ. 65.
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br />homme parcimonieux, avare.<br />'''Étymologie:''' [[φείδομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φείδων Medium diacritics: φείδων Low diacritics: φείδων Capitals: ΦΕΙΔΩΝ
Transliteration A: pheídōn Transliteration B: pheidōn Transliteration C: feidon Beta Code: fei/dwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A oil-can with a narrow neck, that lets only a little run out, Poll.10.179, cf. 11.1.    II as pr.n. Φείδων, king of Argos, the author of Peloponnesian weights and measures, Hdt.6.127:— hence Adj. φειδώνειος or φειδώνιος, α, ον, μέτρα Arist.Ath.10.2, Fr.480, Thphr.Char.30.11, Str.8.3.33 (Poll. l. c. connects signf. 1 with the Adj.); μέδιμνοι Φ. Delph.3(5).3 ii 3 (iv B. C.).    2 name of an old man in Com., Thrifty, Antiph.191.21, etc.:—hence Com. patron. φειδωνίδης [ῐ], ου, ὁ, Thrifty-son, Ar.Nu.65.

German (Pape)

[Seite 1260] ωνος, ὁ, = φειδωλός, 1) sparsam. – 2) ein Oelgefäß mit engem Halse, das nur wenig auslaufen läßt, Poll. 10, 179. – S. nom. propr.

Greek (Liddell-Scott)

φείδων: -ωνος, ὁ, ἀγγεῖον ἐλαιηρὸν ἔχον στενὸν λαιμόν, δι’ οὗ ὀλίγον μόνον ἔλαιον δύναται νὰ ἐκρεύσῃ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 440· οὕτω, φειδώνιον (Φειδώνιον Κόβητ. παρὰ Κόντῳ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γϳ, σελ. 329) μέτρον Θεοφρ. Χαρακτ. 30. 5, πρβλ. Στράβ. 358, Ἀλκίφρων 3. 5, 7 (ἔνθα φειδωλῷ), Cobet. V. LL. 66. ΙΙ. ὡς κύριον ὄνομα Φείδων, βασιλεὺς τοῦ Ἄργους, ὁ συστηματοποιήσας τὰ Ἑλληνικὰ μέτρα καὶ σταθμά, ἴδε Λεξ. Βιογραφ. 2) ὄνομα γέροντος παρὰ τοῖς κωμικοῖς, = φειδωλός, Χρέμης τις ἢ Φείδων τις ἐκσυρίττεται Ἀντιφάν. ἐν «Ποιήσει» 1. 21, κλπ.· ― ὅθεν καὶ τὸ κωμ. πατρωνυμ. Φειδωνίδης, ου, ὁ, ὁ τοῦ Φείδωνος ἔκγονος, ὁ φειδωλός, ἐγὼ δὲ τοῦ πάππου’ τιθέμην ὄνομα Φειδωνίδην Ἀριστοφ. Νεφ. 65.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
homme parcimonieux, avare.
Étymologie: φείδομαι.