ἐπιμίξ: Difference between revisions
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιμίξ''': Ἐπικ. ἐπίρρ. ([[ἐπιμίγνυμι]]), [[ἀναμίξ]], ἐπιμὶξ ἵπποι τε καὶ αὐτοί, «ἀναμεμιγμένοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 525, Φ. 16· ἐπιμὶξ δέ τε μαίνεται Ἄρης, ὁ Ἄρης μαίνεται [[ἄνευ]] διακρίσεως προσώπων, Ὀδ. Λ. 537· κτείνονται ἐπιμὶξ Ἰλ. Ξ. 60: ― [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ΙΔϳ, 25). | |lstext='''ἐπιμίξ''': Ἐπικ. ἐπίρρ. ([[ἐπιμίγνυμι]]), [[ἀναμίξ]], ἐπιμὶξ ἵπποι τε καὶ αὐτοί, «ἀναμεμιγμένοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 525, Φ. 16· ἐπιμὶξ δέ τε μαίνεται Ἄρης, ὁ Ἄρης μαίνεται [[ἄνευ]] διακρίσεως προσώπων, Ὀδ. Λ. 537· κτείνονται ἐπιμὶξ Ἰλ. Ξ. 60: ― [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ΙΔϳ, 25). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />confusément, pêle-mêle.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μίγνυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. Adv.
A mixedly, confusedly, pell-mell, ἐ. ἵπποι τε καὶ αὐτοί Il.11.525, cf. 21.16; ἐ. δέ τε μαίνεται Ἄρης Ares rages without respect of persons, Od.11.537; ἐ. κτείνονται Il.14.60: in later Prose, LXX Wi.14.25.
German (Pape)
[Seite 963] vermischt, durch einander, gemengt, ohne Unterschied durch einander, ἐπιμίξ, ἵπποι τε καὶ αὐτοί Il. 11, 525, κτείνονται ἐπιμίξ 14, 60, ἐπιμὶξ μαίνεται Ἄρης, ohne Unterschied zu machen wüthet Ares gegen den Einen wie gegen den Andern, Od. 11, 537. – Sp., wie Aristaen. 1, 1. – Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 298.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμίξ: Ἐπικ. ἐπίρρ. (ἐπιμίγνυμι), ἀναμίξ, ἐπιμὶξ ἵπποι τε καὶ αὐτοί, «ἀναμεμιγμένοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 525, Φ. 16· ἐπιμὶξ δέ τε μαίνεται Ἄρης, ὁ Ἄρης μαίνεται ἄνευ διακρίσεως προσώπων, Ὀδ. Λ. 537· κτείνονται ἐπιμὶξ Ἰλ. Ξ. 60: ― ὡσαύτως παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ΙΔϳ, 25).