ἀποθηριόω: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(6_2) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποθηριόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς [[θηρίον]], ἐφ’ ᾧ ὀργισθεῖσαν τὴν θεὸν ἀποθηριῶσαι αὐτὴν Ἐρατοσθ. Καταστ. 1· [[κάμνω]] τινὰ [[ὅλως]] ἄγριον, τὸν βίον Πλούτ. 2. 995D: [[ἐξερεθίζω]], ἐξαγριώνω τινὰ κατὰ τινος, τινὰ πρὸς τινα Πολύβ. 1. 79, 8: ― Παθ., [[γίνομαι]] [[ἄγριος]] ὡς [[θηρίον]], ὁ αὐτ. 1. 67, 6, κτλ. ἐπὶ ἑλκῶν ἤ φυμάτων «θυμώνω», ὁ αὐτ. 1. 81, 5, [[ἔνθα]] ἴδε Schweigh. ΙΙ. Παθ. εἶμαι [[πλήρης]] θηρίων, ὁ δὲ [[Νεῖλος]] [[οὗτος]] [[καίπερ]] ὤν καλὸς ἀλλ’ ἀποτεθηρίωται Ἀλκιφρ. 2. 3, 16. | |lstext='''ἀποθηριόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς [[θηρίον]], ἐφ’ ᾧ ὀργισθεῖσαν τὴν θεὸν ἀποθηριῶσαι αὐτὴν Ἐρατοσθ. Καταστ. 1· [[κάμνω]] τινὰ [[ὅλως]] ἄγριον, τὸν βίον Πλούτ. 2. 995D: [[ἐξερεθίζω]], ἐξαγριώνω τινὰ κατὰ τινος, τινὰ πρὸς τινα Πολύβ. 1. 79, 8: ― Παθ., [[γίνομαι]] [[ἄγριος]] ὡς [[θηρίον]], ὁ αὐτ. 1. 67, 6, κτλ. ἐπὶ ἑλκῶν ἤ φυμάτων «θυμώνω», ὁ αὐτ. 1. 81, 5, [[ἔνθα]] ἴδε Schweigh. ΙΙ. Παθ. εἶμαι [[πλήρης]] θηρίων, ὁ δὲ [[Νεῖλος]] [[οὗτος]] [[καίπερ]] ὤν καλὸς ἀλλ’ ἀποτεθηρίωται Ἀλκιφρ. 2. 3, 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀποθηριώσω, <i>pf. Pass.</i> ἀποτεθηρίωμαι;<br />rendre sauvage ; aigrir, exaspérer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[θηριόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
A change into a beast, τινά Eratosth.Cat.1:—Pass., Str. 3.2.7; prob. in Herm. ap. Stob.1.49.69. 2 make quite savage, τὸν βίον Plu.2.995d; exasperate, τινὰ πρός τινα Plb.1.79.8:—Pass., to become or be so, ib.67.6; τὴν ψυχήν D.S.17.9; of wounds, Plb.1.81.5. II Pass., to be full of savage creatures, ἀποτεθηρίωται ὁ Νεῖλος Alciphr.2.3.
German (Pape)
[Seite 303] verwildern lassen, τὸν βίον Plut. de esu carn. 1, 6; übertr., τινὰ πρός τινα, wild machen, zornig machen, Pol. 1, 79; ἀποτεθηρίωται πρὸς ἑαυτόν, hat sie gegen sich erbittert, 15, 22. Pass., erbittert, ergrimmt sein gegen Einen, Pol. 1, 70 u. öfter; verwildern, ὁ Νεῖλος ἀποτεθηρίωται, ist voll wilder Thiere, Alciphr. 2, 3; übertr., vom Körper, Pol. 3, 60; vom Geist, 4, 21 u. öfter; ἕλκεα ἀποθηριούμενα, die schlimm werden, wildes Fleisch ansetzen, 1, 81.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθηριόω: μεταβάλλω εἰς θηρίον, ἐφ’ ᾧ ὀργισθεῖσαν τὴν θεὸν ἀποθηριῶσαι αὐτὴν Ἐρατοσθ. Καταστ. 1· κάμνω τινὰ ὅλως ἄγριον, τὸν βίον Πλούτ. 2. 995D: ἐξερεθίζω, ἐξαγριώνω τινὰ κατὰ τινος, τινὰ πρὸς τινα Πολύβ. 1. 79, 8: ― Παθ., γίνομαι ἄγριος ὡς θηρίον, ὁ αὐτ. 1. 67, 6, κτλ. ἐπὶ ἑλκῶν ἤ φυμάτων «θυμώνω», ὁ αὐτ. 1. 81, 5, ἔνθα ἴδε Schweigh. ΙΙ. Παθ. εἶμαι πλήρης θηρίων, ὁ δὲ Νεῖλος οὗτος καίπερ ὤν καλὸς ἀλλ’ ἀποτεθηρίωται Ἀλκιφρ. 2. 3, 16.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἀποθηριώσω, pf. Pass. ἀποτεθηρίωμαι;
rendre sauvage ; aigrir, exaspérer.
Étymologie: ἀπό, θηριόω.