φλογώδης: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φλογώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[φλογοειδής]], [[ὅμοιος]] πρὸς φλόγα, [[πυρώδης]], θερμότατος, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 38, περὶ Κόσμ. 2. 11, Λουκ. Ἀνάχ. 16, κλπ.· ἐπὶ χρώματος, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] [[φλογός]], Διόδ. 2. 50· ― τὸ φλογῶδες, [[πυρώδης]] [[θερμότης]], Δίων Κάσσ. 48. 51. 2) ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῆς φλογώσεως, [[ἐρυθρός]], κατακόκκινος ἐκ τῆς φλεγμονῆς, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 220· τὸ φλ. ἐν προσώπῳ [[αὐτόθι]] 118.
|lstext='''φλογώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[φλογοειδής]], [[ὅμοιος]] πρὸς φλόγα, [[πυρώδης]], θερμότατος, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 38, περὶ Κόσμ. 2. 11, Λουκ. Ἀνάχ. 16, κλπ.· ἐπὶ χρώματος, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] [[φλογός]], Διόδ. 2. 50· ― τὸ φλογῶδες, [[πυρώδης]] [[θερμότης]], Δίων Κάσσ. 48. 51. 2) ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῆς φλογώσεως, [[ἐρυθρός]], κατακόκκινος ἐκ τῆς φλεγμονῆς, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 220· τὸ φλ. ἐν προσώπῳ [[αὐτόθι]] 118.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />semblable à la flamme, d’un rouge de feu.<br />'''Étymologie:''' [[φλόξ]], -ωδης.
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλογώδης Medium diacritics: φλογώδης Low diacritics: φλογώδης Capitals: ΦΛΟΓΩΔΗΣ
Transliteration A: phlogṓdēs Transliteration B: phlogōdēs Transliteration C: flogodis Beta Code: flogw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like flame, fiery-hot, Arist.Mir.833a17, Mu.392a35, Luc.Anach.16, etc.: Comp., ἥλιος -έστερος ἑαυτοῦ Them. Or.10.134a: Sup., -έστατα θέρη Ph.2.226: of colour, fiery-red, D.S. 2.50, Dsc.5.94 (Sup.): τὸ φ. fiery heat, D.C.48.51.    2 of the effect of inflammation, fiery-red, Hp.Coac.614; τὸ φ. ἐν προσώπῳ ib.7.    3 metaph., τὸ φ. ἐν τῇ διαλέκτῳ Phld.Po.2.41.

German (Pape)

[Seite 1292] ες, zsgz. = φλογοειδής; Hippocr.; Luc. Anach. 16.

Greek (Liddell-Scott)

φλογώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ φλογοειδής, ὅμοιος πρὸς φλόγα, πυρώδης, θερμότατος, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 38, περὶ Κόσμ. 2. 11, Λουκ. Ἀνάχ. 16, κλπ.· ἐπὶ χρώματος, ὁ ἔχων χρῶμα φλογός, Διόδ. 2. 50· ― τὸ φλογῶδες, πυρώδης θερμότης, Δίων Κάσσ. 48. 51. 2) ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῆς φλογώσεως, ἐρυθρός, κατακόκκινος ἐκ τῆς φλεγμονῆς, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 220· τὸ φλ. ἐν προσώπῳ αὐτόθι 118.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à la flamme, d’un rouge de feu.
Étymologie: φλόξ, -ωδης.