ἐντός: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐντός''': Ἐπίρρ. (ἐν), ὡς καὶ νῦν, μέσα, Λατ. intus, ἀντίθ. τῷ ἐκτός: 1) ὡς πρόθ. [[μετὰ]] γεν., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπιτασσομένης, ἀλλὰ δύναται καὶ νὰ προταχθῇ, ὡς, τείχεος ἐντὸς Ἰλ. Μ. 380 κ. ἀλλ.· ἐντὸς Ὀλύμπου Ἡσ. Θ. 37· καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.: στέρνων ἐντὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 74· σ’ ἔθρεψεν ἐντὸς... ζώνης ὁ αὐτ. Εὐμ. 607: - οὐδ’ ἐντὸς [[ἐμεωυτοῦ]] (εἰμί), οὐδ’ εἶμαι εἰς τὸν ἑαυτόν μου, τὰ ἔχω χαμένα, Ἡρόδ. 7. 47· [[οὔτε]] ἐξεπλάγη [[ἐντός]] τε [[ἑωυτοῦ]] γίνεται ὁ αὐτ. 1. 119· [[οὕτως]] ἀπολ., ἐντὸς ὢν Δημ. 13, 18· οὐκ ἔφη σωφρονεῖν αὐτὸν οὐδ’ ἐντὸς [[εἶναι]] τῶν λογισμῶν, ὅτι δὲν ἔχει σώας τὰς φρένας καὶ δὲν [[εἶναι]] αὐτὰ λογικά του, Πλουτ. Ἀλέξ. 32· πρβλ. ἐκτός, [[ἔνδον]]: - ἐντὸς τοξεύματος, [[ἔνθα]] ἐξικνεῖται [[τόξευμα]], ἐντὸς γενόμενον ἤδη τοξεύματος Ξεν. Κύρ. 1. 4, 23· ὡς ἐντὸς ἔστη [[παῖς]] λυγροῦ τοξεύματος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 991· οὐδ’ ἐντὸς πολλοῦ πλησιάζειν, οὐδ’ ἐντὸς [[μεγάλης]] ἀποστάσεως, Πλάτ. Συμπ. 195Β, πρβλ. Θουκ. 2. 77· ἐντὸς ποιεῖν ἢ ποιεῖσθαι, τιθέναι ἢ φυλάττειν [[ἐντός]], τῶν τειχῶν ὁ αὐτ. 7. 5· τῶν ἐπιτάκτων ὁ αὐτ. 6. 67· τὰ ἀνδράποδα ἐντὸς πλαισίου ποιησάμενοι Ξεν. Ἀν. 7. 8, 16: - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] ῥημάτων κινήσεως, τείχεος ἐντὸς ἰόντες Ἰλ. Μ. 374· πύργων ἔπεμψεν ἐντὸς Εὐρ. Τρῳ. 12. 2) [[ἐντός]], δηλ. ἐπὶ τάδε, Λατ. citra, τῶν ἐντὸς Ἅλυος ποταμοῦ Ἡρόδ. 1. 6, πρβλ. 8. 47, Θουκ. 1. 16· ἐντὸς τοῦ Πόντου Ἡρόδ. 4. 46· ἐντὸς ὅρων Ἡρακλείων Πλάτ. Τίμ. 25C· φήναντος γάρ Λυσάνδρου τὸ Ἐπικράτους [[μέταλλον]]... ἐντὸς τῶν μέτρων τετμημένον, κτλ., ἐπὶ παραβιάσεως τῶν ὁρίων τῆς παρακειμένης ἰδιοκτησίας, Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίππ. 44, πρβλ. Δημ. 977. 8, Ἡρόδ. 3. 116· [[ὡσαύτως]], ἐντὸς τῶν πρῳρέων... καὶ τοῦ αἰγιαλοῦ, [[μεταξύ]]..., ὁ αὐτ. 7. 100. 3) ἐπὶ χρόνου, ἐντὸς οὐ πολλοῦ χρόνου Ἀντιφῶν 137. 27· ἐντὸς εἴκοσιν ἡμερῶν Θουκ. 4. 39, κτλ.· ἐντὸς ἑξήκοντ’ ἐτῶν Ἄμφις ἐν «Ἰαλέμῳ» 1· ἐντὸς ἑσπέρας, περὶ τὴν ἑσπέραν, Ξεν. Κυν. 4. 11· ἐντὸς ἡλικίας, πλησίον, ὀλίγον πρὸ τῆς ἀνδρικῆς ἡλικίας, Λυσ. 195. 23· τῆς πρεπούσης ἐντὸς ἡλικίας Πλάτ. Τίμ. 18D. 4) μετ’ ἀριθμητικῶν, ἐντὸς εἴκοσιν ἐτῶν, δηλ. [[κάτω]] τῶν [[εἴκοσι]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 984· ἐντὸς δραχμῶν [[πεντήκοντα]], [[μέχρι]], Πλάτ. Νόμ. 953Β. 5) ἐπὶ βαθμῶν συγγενείας, ἐντὸς ἀνεψιότητος, [[μέχρι]] τοῦ συγγενικοῦ βαθμοῦ τῆς ἀνεψιότητος, ὡς εἰ ἐλέγομεν ‘ἐξαδελφότητος’, Πλάτ. Νόμ. 871Β, πρβλ. νόμον παρὰ Δημ. 1068 περὶ τὸ [[τέλος]]. ΙΙ. ἀπολ., [[ἐντός]], μέσα, ἐντὸς ἐέργειν Ἰλ. Β. 845, Ὀδ. Η. 88· ἐντὸς ἔχειν τινὰς Θουκ. 7. 78· ποιεῖσθαί τι ὁ αὐτ. 5. 2., 6. 75· ἡ ἐντὸς [[θάλασσα]] (ἴδε τὴν λέξιν [[θάλασσα]]): - [[συχν]]. [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρ. ἐκ τοῦ ἐντὸς = ἔντοσθεν, ὁ αὐτ. 2. 7, 6· τὰ [[ἐντός]], τὰ ἐσωτερικὰ μέρη τοῦ σώματος = [[ἐντόσθια]], ὁ αὐτ. 2. 49, Πλάτ. Πρωτ. 334C, κτλ. | |lstext='''ἐντός''': Ἐπίρρ. (ἐν), ὡς καὶ νῦν, μέσα, Λατ. intus, ἀντίθ. τῷ ἐκτός: 1) ὡς πρόθ. [[μετὰ]] γεν., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπιτασσομένης, ἀλλὰ δύναται καὶ νὰ προταχθῇ, ὡς, τείχεος ἐντὸς Ἰλ. Μ. 380 κ. ἀλλ.· ἐντὸς Ὀλύμπου Ἡσ. Θ. 37· καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.: στέρνων ἐντὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 74· σ’ ἔθρεψεν ἐντὸς... ζώνης ὁ αὐτ. Εὐμ. 607: - οὐδ’ ἐντὸς [[ἐμεωυτοῦ]] (εἰμί), οὐδ’ εἶμαι εἰς τὸν ἑαυτόν μου, τὰ ἔχω χαμένα, Ἡρόδ. 7. 47· [[οὔτε]] ἐξεπλάγη [[ἐντός]] τε [[ἑωυτοῦ]] γίνεται ὁ αὐτ. 1. 119· [[οὕτως]] ἀπολ., ἐντὸς ὢν Δημ. 13, 18· οὐκ ἔφη σωφρονεῖν αὐτὸν οὐδ’ ἐντὸς [[εἶναι]] τῶν λογισμῶν, ὅτι δὲν ἔχει σώας τὰς φρένας καὶ δὲν [[εἶναι]] αὐτὰ λογικά του, Πλουτ. Ἀλέξ. 32· πρβλ. ἐκτός, [[ἔνδον]]: - ἐντὸς τοξεύματος, [[ἔνθα]] ἐξικνεῖται [[τόξευμα]], ἐντὸς γενόμενον ἤδη τοξεύματος Ξεν. Κύρ. 1. 4, 23· ὡς ἐντὸς ἔστη [[παῖς]] λυγροῦ τοξεύματος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 991· οὐδ’ ἐντὸς πολλοῦ πλησιάζειν, οὐδ’ ἐντὸς [[μεγάλης]] ἀποστάσεως, Πλάτ. Συμπ. 195Β, πρβλ. Θουκ. 2. 77· ἐντὸς ποιεῖν ἢ ποιεῖσθαι, τιθέναι ἢ φυλάττειν [[ἐντός]], τῶν τειχῶν ὁ αὐτ. 7. 5· τῶν ἐπιτάκτων ὁ αὐτ. 6. 67· τὰ ἀνδράποδα ἐντὸς πλαισίου ποιησάμενοι Ξεν. Ἀν. 7. 8, 16: - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] ῥημάτων κινήσεως, τείχεος ἐντὸς ἰόντες Ἰλ. Μ. 374· πύργων ἔπεμψεν ἐντὸς Εὐρ. Τρῳ. 12. 2) [[ἐντός]], δηλ. ἐπὶ τάδε, Λατ. citra, τῶν ἐντὸς Ἅλυος ποταμοῦ Ἡρόδ. 1. 6, πρβλ. 8. 47, Θουκ. 1. 16· ἐντὸς τοῦ Πόντου Ἡρόδ. 4. 46· ἐντὸς ὅρων Ἡρακλείων Πλάτ. Τίμ. 25C· φήναντος γάρ Λυσάνδρου τὸ Ἐπικράτους [[μέταλλον]]... ἐντὸς τῶν μέτρων τετμημένον, κτλ., ἐπὶ παραβιάσεως τῶν ὁρίων τῆς παρακειμένης ἰδιοκτησίας, Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίππ. 44, πρβλ. Δημ. 977. 8, Ἡρόδ. 3. 116· [[ὡσαύτως]], ἐντὸς τῶν πρῳρέων... καὶ τοῦ αἰγιαλοῦ, [[μεταξύ]]..., ὁ αὐτ. 7. 100. 3) ἐπὶ χρόνου, ἐντὸς οὐ πολλοῦ χρόνου Ἀντιφῶν 137. 27· ἐντὸς εἴκοσιν ἡμερῶν Θουκ. 4. 39, κτλ.· ἐντὸς ἑξήκοντ’ ἐτῶν Ἄμφις ἐν «Ἰαλέμῳ» 1· ἐντὸς ἑσπέρας, περὶ τὴν ἑσπέραν, Ξεν. Κυν. 4. 11· ἐντὸς ἡλικίας, πλησίον, ὀλίγον πρὸ τῆς ἀνδρικῆς ἡλικίας, Λυσ. 195. 23· τῆς πρεπούσης ἐντὸς ἡλικίας Πλάτ. Τίμ. 18D. 4) μετ’ ἀριθμητικῶν, ἐντὸς εἴκοσιν ἐτῶν, δηλ. [[κάτω]] τῶν [[εἴκοσι]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 984· ἐντὸς δραχμῶν [[πεντήκοντα]], [[μέχρι]], Πλάτ. Νόμ. 953Β. 5) ἐπὶ βαθμῶν συγγενείας, ἐντὸς ἀνεψιότητος, [[μέχρι]] τοῦ συγγενικοῦ βαθμοῦ τῆς ἀνεψιότητος, ὡς εἰ ἐλέγομεν ‘ἐξαδελφότητος’, Πλάτ. Νόμ. 871Β, πρβλ. νόμον παρὰ Δημ. 1068 περὶ τὸ [[τέλος]]. ΙΙ. ἀπολ., [[ἐντός]], μέσα, ἐντὸς ἐέργειν Ἰλ. Β. 845, Ὀδ. Η. 88· ἐντὸς ἔχειν τινὰς Θουκ. 7. 78· ποιεῖσθαί τι ὁ αὐτ. 5. 2., 6. 75· ἡ ἐντὸς [[θάλασσα]] (ἴδε τὴν λέξιν [[θάλασσα]]): - [[συχν]]. [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρ. ἐκ τοῦ ἐντὸς = ἔντοσθεν, ὁ αὐτ. 2. 7, 6· τὰ [[ἐντός]], τὰ ἐσωτερικὰ μέρη τοῦ σώματος = [[ἐντόσθια]], ὁ αὐτ. 2. 49, Πλάτ. Πρωτ. 334C, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv. et prép.</i> avec le gén.;<br />à l’intérieur :<br /><b>1</b> en dedans, à l’intérieur : τὰ [[ἐντός]] l’intérieur du corps ; ἐντὸς ποιεῖσθαι <i>ou</i> ποιεῖν recevoir à l’intérieur (d’une enceinte, d’une troupe, <i>etc.</i>) ; ἐντὸς [[ἑωυτοῦ]] γίνεσθαι HDT redevenir maître de soi ; <i>abs.</i> ἐντὸς [[εἶναι]] DÉM être maître de soi ; ἐντὸς λογισμῶν [[εἶναι]] PLUT être dans son bon sens ; <i>avec mouv.</i> ἐντὸς [[ἰέναι]] IL aller à l’intérieur de, <i>etc.</i><br /><b>2</b> en arrière <i>ou</i> en retrait : ἐντὸς τείχεος IL en arrière <i>ou</i> en dedans du mur;<br /><b>3</b> en deçà : ἐντὸς τοξεύματος XÉN à portée du trait ; ἐντὸς [[τοῦ]] ποταμοῦ HDT en deçà du fleuve ; <i>p. anal. (avec un n. de nombre)</i> : ἐντὸς [[εἴκοσι]] ἡμερῶν THC en moins de vingt jours.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
(ἐν)
A within, inside, opp. ἐκτός: I Prep. c. gen., which mostly follows, but may precede, τείχεος ἐ. Il.12.380, al., cf. Ἀρχ. Ἐφ. 1920.33 (Boeot., V B.C.); ἐ. Ὀλύμπου Hes.Th.37; στέρνων ἐ. A.Ag. 77 (anap.); σ' ἔθρεψεν ἐ. . . ζώνης Id.Eu.607; ἐ. ἐμεωυτοῦ in my senses, under my own control, Hdt.7.47; ἐ. ἑωυτοῦ γίνεσθαι Id.1.119, cf.Hp. Epid.7.1; ἐ. ὢν εἰπεῖν αὑτοῦ D.34.20; ἐ. τῶν λογισμῶν Plu.Alex.32; ἐ. ὑμῶν in your hearts, Ev.Luc.17.21; τῶν μαθημάτων ἐ. Dicaearch.1.30; γραμμάτων ἐ. Sor.1.3; ἐ. εἶναι τῶν συμβαινόντων παθῶν acquainted with, Chrysipp.Stoic.3.120; ἐ. τοξεύματος within shot, E.HF991, X. Cyr.1.4.23; οὐδ' ἐντὸς πολλοῦ πλησιάζειν not within a great distance, Pl.Smp.195b, cf. Th.2.77; ἐ. ποιεῖν put within, τῶν τειχῶν Id.7.5; ἐ. ποιεῖσθαι τῶν ἐπιτάκτων Id.6.67; ἐ. πλαισίου ποιησάμενοι X.An.7.8.16; of troops, ἐ. αὐτῶν within their own lines, ib.1.10.3: also with Verbs of motion, τείχεος ἐ. ἰόντες Il.12.374; πύργων ἔπεμψεν ἐντός E.Tr.12. 2 within, i.e. on this side, ἐ. Ἅλυος ποταμοῦ Hdt.1.6, cf. 8.47, Th.1.16; ἡ ἐ. Ἱσπανία, = Lat. Hispania Citerior, Plu.Cat.Ma.10; ἐ. τοῦ Πόντου Hdt.4.46; ἐ. ὅρων Ἡρακλείων Pl.Ti.25c; ἐ. τῶν μέτρων τετμημένον μέταλλον within the bounds of the adjacent property, an encroachment, Hyp.Eux.35; τῶν μέτρων ἐ. D.37.36; also ἐ. τῶν πρῳρέων . . καὶ τοῦ αἰγιαλοῦ between... Hdt.7.100. 3 of Time, within, ἐ. οὐ πολλοῦ χρόνου Antipho 5.69; ἐ. εἴκοσιν ἡμερῶν Th.4.39, cf. IG12.114.40, etc.; ἐ. ἑξήκοντ' ἐτῶν Amphis 20.2; ἐ. ἑσπέρας short of, i.e. before, evening, X.Cyn.4.11; ἐ. ἑβδόμης before the seventh of the month, Hsch.; οἱ τῆς ἡλικίας ἐ. γεγονότες short of manhood, Lys.2.50; τῆς πρεπούσης ἐ. ἡλικίας within the fitting limits of age, Pl.Ti.18d. 4 with Numbers, ἐ. εἴκοσιν [ἐτῶν] under twenty, Ar.Ec.984; ἐ. δραχμῶν πεντήκοντα within, i.e. under... Pl.Lg. 953b. 5 of Degrees of relationship, ἐ. ἀνεψιότητος within the relationship of cousins, nearer than cousins, ib.871b, Lexap.D.43.57. II Adv. within, ἐ. ἐέργειν Il.2.845, Od.7.88; χώρην ἐ. ἀπέργειν Hdt.3.116; ἐ. ἔχειν τινάς Th.7.78; ἐ. ποιῆσαι or ποιήσασθαι, Id.5.2, 6.75: freq. with the Art., ἐκ τοῦ ἐ., = ἔντοσθε, Id.2.76; τὰ ἐ. the inner parts of the body (of ἥ τε φάρυγξ καὶ ἡ γλῶσσα), ib.49, cf. Pl. Prt.334c, etc.; τοὐντός, opp. τοὔξω, S.Ichn.302; ἐ. in the Mediterranean, Arist.Mu.393a12.
German (Pape)
[Seite 857] (ἐν), drinnen, innerhalb; ἐντὸς ἐέργειν, einschließen, Il. 2, 845 u. öfter; θύραι δόμον ἐντὸς ἔεργον Od. 7, 88; τἠνδε δίκην πόλις ἐντὸς ἐέργει Hes. O. 267; τρομέοντο δέ οἱ φρένες ἐντός Il. 10, 10; ἐντὸς δὲ καρδία στένει Aesch. Spt. 951; mit dem gen., der häufig voransteht, τείχεος ἐντὸς κεῖτο, auch ἰόντες, Il. 12, 380. 374; πῶς γάρ σ' ἔθρεψεν ἐντὸς ζώνης; Aesch. Eum. 607; πέπλων ἐντός Eur. Hec. 1013; ἐντὸς ἢ ἔξωθεν δόμων Med. 353, wie öfter ἐντὸς πύργων, δόμων. Auch bei Verbis der Bewegung, Troad. 12. In Prosa überall, dem ἔξωθεν entgeggstzt; Thuc. 7, 36; μήτε ἐντὸς εἶναί τινος μήτε ἔξω Plat. Parm. 138 e; οὐδ' ἐντὸς πολλοῦ πλησιάζειν, auch nicht von fern, Conv. 195 b; ἐντὸς πολλοῦ χωρίου οὐκ ἦν τῆς πόλεως πελάσαι Thuc. 2, 77; ἐντὸς βελῶν, innerhalb der Schußweite, Xen. Cyr. 1, 4, 23, wie ἐντὸς τοξεύματος Eur. Herc. Fur. 991, im Bereich des Geschosses; übertr., ἐντὸς φιλήματος Plut. Ages. 11; vgl. Luc. Alex. 41; ἐντὸς τείχους μάχεσθαι Isocr. 4, 116; ἐντὸς ὅρων Ἑρακλείων Plat. Tim. 25 c; ἡ ἐντὸς στηλῶν θάλασσα od. einfach ἡ ἐντὸς θάλασσα, das mittelländische Meer, Plut. u. A. – Von der Zeit, ἐντὸς οὐ πολλοῦ χρόνου Antiph. 5, 69; τῆς ἡλικίας Lys. 2, 50; Plat. Tim. 18 d; ἐντὸς εἴκοσιν ἡμερῶν, innerhalb einer Zeit von 20 Tagen, Thuc. 4, 39. Von der Zahl, ὅσα ἐντὸς δραχμῶν πεντήκοντα, unter 50 Drachmen, Plat. Legg. XII, 953 b; vgl. Xen. Hell. 2, 3, 19, unter der Zahl; ἐντὸς ἑξήκοντα ἐτῶν γεγονυῖα, unter sechszig Jahren, Dem. 43, 62, im Gesetz. – Von der Verwandtschaft, οἱ ἐντὸς ἀνεψιότητος, die Vettern, Plat. Legg. IX, 871 b; näher in der Verwandtschaft als die Vettern, Dem. 43, 57; ἐντὸς ἀνεψιαδῶν ibd. 62, im Gesetz. – Ἐντὸς ποιεῖν, hineinschaffen, Thuc. 7, 5 u. öfter; ἐντὸς πλαισίου ποιησάμενοι Xen. An. 7, 8, 16; ἐντὸς γίγνεσθαι, hineinkommen; oft übertr.; ἐντὸς ἐμαυτοῦ, bei mir, bei Sinnen, Her. 7, 47; ἐντὸς ἑαυτοῦ γίγνεσθαι, in sich gehen, 1, 119; ἐντὸς ὤν, bei Sinnen seiend, Dem. 34, 49 u. öfter; ἐντὸς λογισμῶν εἶναι, bei Verstande sein, Plut. Alex. 32; ἐντὸς μανίας, μέθης, rasend, betrunken sein, Hippocr. u. Sp. – Ἐντὸς τὴν χεῖρα ἔχειν Aesch. 1, 25, Xen. vollständiger ἐντὸς τοῦ ἱματίου τὰ χεῖρε ἔχειν, Lacon. 3, 4; – ἐντὸς τῶν ἑαυτῶν μητέρων τρέφεσθαι, im Hause bei den Müttern, Plat. Legg. VII, 789 a. – Diesseits, Il. 2, 845; τοῦ πόντου, τοῦ ποταμοῦ, Her. 4, 46. 1, 6; Thuc. 2, 96; Xen. An. 7, 3, 7; Plut. Alex. 30. – Mit dem Artikel, τὸ ἐντός, das Innere, εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς Plat. Rep. III, 401 d; τὰ ἐντὸς τοῦ σώματος Prot. 334 c; ἐκ τοῦ ἐντός Thuc. 2, 76.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντός: Ἐπίρρ. (ἐν), ὡς καὶ νῦν, μέσα, Λατ. intus, ἀντίθ. τῷ ἐκτός: 1) ὡς πρόθ. μετὰ γεν., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπιτασσομένης, ἀλλὰ δύναται καὶ νὰ προταχθῇ, ὡς, τείχεος ἐντὸς Ἰλ. Μ. 380 κ. ἀλλ.· ἐντὸς Ὀλύμπου Ἡσ. Θ. 37· καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.: στέρνων ἐντὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 74· σ’ ἔθρεψεν ἐντὸς... ζώνης ὁ αὐτ. Εὐμ. 607: - οὐδ’ ἐντὸς ἐμεωυτοῦ (εἰμί), οὐδ’ εἶμαι εἰς τὸν ἑαυτόν μου, τὰ ἔχω χαμένα, Ἡρόδ. 7. 47· οὔτε ἐξεπλάγη ἐντός τε ἑωυτοῦ γίνεται ὁ αὐτ. 1. 119· οὕτως ἀπολ., ἐντὸς ὢν Δημ. 13, 18· οὐκ ἔφη σωφρονεῖν αὐτὸν οὐδ’ ἐντὸς εἶναι τῶν λογισμῶν, ὅτι δὲν ἔχει σώας τὰς φρένας καὶ δὲν εἶναι αὐτὰ λογικά του, Πλουτ. Ἀλέξ. 32· πρβλ. ἐκτός, ἔνδον: - ἐντὸς τοξεύματος, ἔνθα ἐξικνεῖται τόξευμα, ἐντὸς γενόμενον ἤδη τοξεύματος Ξεν. Κύρ. 1. 4, 23· ὡς ἐντὸς ἔστη παῖς λυγροῦ τοξεύματος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 991· οὐδ’ ἐντὸς πολλοῦ πλησιάζειν, οὐδ’ ἐντὸς μεγάλης ἀποστάσεως, Πλάτ. Συμπ. 195Β, πρβλ. Θουκ. 2. 77· ἐντὸς ποιεῖν ἢ ποιεῖσθαι, τιθέναι ἢ φυλάττειν ἐντός, τῶν τειχῶν ὁ αὐτ. 7. 5· τῶν ἐπιτάκτων ὁ αὐτ. 6. 67· τὰ ἀνδράποδα ἐντὸς πλαισίου ποιησάμενοι Ξεν. Ἀν. 7. 8, 16: - ὡσαύτως μετὰ ῥημάτων κινήσεως, τείχεος ἐντὸς ἰόντες Ἰλ. Μ. 374· πύργων ἔπεμψεν ἐντὸς Εὐρ. Τρῳ. 12. 2) ἐντός, δηλ. ἐπὶ τάδε, Λατ. citra, τῶν ἐντὸς Ἅλυος ποταμοῦ Ἡρόδ. 1. 6, πρβλ. 8. 47, Θουκ. 1. 16· ἐντὸς τοῦ Πόντου Ἡρόδ. 4. 46· ἐντὸς ὅρων Ἡρακλείων Πλάτ. Τίμ. 25C· φήναντος γάρ Λυσάνδρου τὸ Ἐπικράτους μέταλλον... ἐντὸς τῶν μέτρων τετμημένον, κτλ., ἐπὶ παραβιάσεως τῶν ὁρίων τῆς παρακειμένης ἰδιοκτησίας, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 44, πρβλ. Δημ. 977. 8, Ἡρόδ. 3. 116· ὡσαύτως, ἐντὸς τῶν πρῳρέων... καὶ τοῦ αἰγιαλοῦ, μεταξύ..., ὁ αὐτ. 7. 100. 3) ἐπὶ χρόνου, ἐντὸς οὐ πολλοῦ χρόνου Ἀντιφῶν 137. 27· ἐντὸς εἴκοσιν ἡμερῶν Θουκ. 4. 39, κτλ.· ἐντὸς ἑξήκοντ’ ἐτῶν Ἄμφις ἐν «Ἰαλέμῳ» 1· ἐντὸς ἑσπέρας, περὶ τὴν ἑσπέραν, Ξεν. Κυν. 4. 11· ἐντὸς ἡλικίας, πλησίον, ὀλίγον πρὸ τῆς ἀνδρικῆς ἡλικίας, Λυσ. 195. 23· τῆς πρεπούσης ἐντὸς ἡλικίας Πλάτ. Τίμ. 18D. 4) μετ’ ἀριθμητικῶν, ἐντὸς εἴκοσιν ἐτῶν, δηλ. κάτω τῶν εἴκοσι, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 984· ἐντὸς δραχμῶν πεντήκοντα, μέχρι, Πλάτ. Νόμ. 953Β. 5) ἐπὶ βαθμῶν συγγενείας, ἐντὸς ἀνεψιότητος, μέχρι τοῦ συγγενικοῦ βαθμοῦ τῆς ἀνεψιότητος, ὡς εἰ ἐλέγομεν ‘ἐξαδελφότητος’, Πλάτ. Νόμ. 871Β, πρβλ. νόμον παρὰ Δημ. 1068 περὶ τὸ τέλος. ΙΙ. ἀπολ., ἐντός, μέσα, ἐντὸς ἐέργειν Ἰλ. Β. 845, Ὀδ. Η. 88· ἐντὸς ἔχειν τινὰς Θουκ. 7. 78· ποιεῖσθαί τι ὁ αὐτ. 5. 2., 6. 75· ἡ ἐντὸς θάλασσα (ἴδε τὴν λέξιν θάλασσα): - συχν. μετὰ τοῦ ἄρθρ. ἐκ τοῦ ἐντὸς = ἔντοσθεν, ὁ αὐτ. 2. 7, 6· τὰ ἐντός, τὰ ἐσωτερικὰ μέρη τοῦ σώματος = ἐντόσθια, ὁ αὐτ. 2. 49, Πλάτ. Πρωτ. 334C, κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép. avec le gén.;
à l’intérieur :
1 en dedans, à l’intérieur : τὰ ἐντός l’intérieur du corps ; ἐντὸς ποιεῖσθαι ou ποιεῖν recevoir à l’intérieur (d’une enceinte, d’une troupe, etc.) ; ἐντὸς ἑωυτοῦ γίνεσθαι HDT redevenir maître de soi ; abs. ἐντὸς εἶναι DÉM être maître de soi ; ἐντὸς λογισμῶν εἶναι PLUT être dans son bon sens ; avec mouv. ἐντὸς ἰέναι IL aller à l’intérieur de, etc.
2 en arrière ou en retrait : ἐντὸς τείχεος IL en arrière ou en dedans du mur;
3 en deçà : ἐντὸς τοξεύματος XÉN à portée du trait ; ἐντὸς τοῦ ποταμοῦ HDT en deçà du fleuve ; p. anal. (avec un n. de nombre) : ἐντὸς εἴκοσι ἡμερῶν THC en moins de vingt jours.
Étymologie: ἐν.