ἀτεχνία: Difference between revisions

From LSJ

Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue

Sophocles, Antigone, 127-128
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτεχνία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] τέχνης ἢ ἐπιτηδειότητος, [[ἀνεπιτηδειότης]], γλωσσ. Ἱππ. 2, Πλάτ. Φαίδων 90D, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 4, 6.
|lstext='''ἀτεχνία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] τέχνης ἢ ἐπιτηδειότητος, [[ἀνεπιτηδειότης]], γλωσσ. Ἱππ. 2, Πλάτ. Φαίδων 90D, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 4, 6.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />manque d’art, inhabileté, maladresse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀτεχνής]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτεχνία Medium diacritics: ἀτεχνία Low diacritics: ατεχνία Capitals: ΑΤΕΧΝΙΑ
Transliteration A: atechnía Transliteration B: atechnia Transliteration C: atechnia Beta Code: a)texni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A want of art or skill, Hp.Lex4, Pl.Phd.90d, al., Arist.EN1140a21, Chrysipp.Stoic.2.269: pl., Simp. in Stoic.3.49.

German (Pape)

[Seite 385] ἡ, Kunstlosigkeit, Ungeschicktheit, Ggstz τέχνη Plat. Phaedr. 274 b; Arist. Eth. 6, 4 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτεχνία: ἡ, ἔλλειψις τέχνης ἢ ἐπιτηδειότητος, ἀνεπιτηδειότης, γλωσσ. Ἱππ. 2, Πλάτ. Φαίδων 90D, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 4, 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque d’art, inhabileté, maladresse.
Étymologie: ἀτεχνής.