ἀτεχνία: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτεχνία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] τέχνης ἢ ἐπιτηδειότητος, [[ἀνεπιτηδειότης]], γλωσσ. Ἱππ. 2, Πλάτ. Φαίδων 90D, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 4, 6. | |lstext='''ἀτεχνία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] τέχνης ἢ ἐπιτηδειότητος, [[ἀνεπιτηδειότης]], γλωσσ. Ἱππ. 2, Πλάτ. Φαίδων 90D, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 4, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />manque d’art, inhabileté, maladresse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀτεχνής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A want of art or skill, Hp.Lex4, Pl.Phd.90d, al., Arist.EN1140a21, Chrysipp.Stoic.2.269: pl., Simp. in Stoic.3.49.
German (Pape)
[Seite 385] ἡ, Kunstlosigkeit, Ungeschicktheit, Ggstz τέχνη Plat. Phaedr. 274 b; Arist. Eth. 6, 4 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτεχνία: ἡ, ἔλλειψις τέχνης ἢ ἐπιτηδειότητος, ἀνεπιτηδειότης, γλωσσ. Ἱππ. 2, Πλάτ. Φαίδων 90D, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 4, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque d’art, inhabileté, maladresse.
Étymologie: ἀτεχνής.