πρόσουρος: Difference between revisions

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσουρος''': -ον, Ἰων. ἀντὶ [[πρόσορος]] (πρβλ. [[προσόμουρος]]), ὁ γειτνιάζων, συνορεύων γειτονικός, Αἰγύπτου τὰ πρ. Λιβύῃ Ἡρόδ. 2. 18, πρβλ. 3. 97, 102· τῇ Ἀραβίῃ, πρ. ἐούσῃ (δηλ. τῇ Αἰγύπτῳ) ὁ αὐτ. 2. 12· οὕτω παρὰ Ξενοφ. ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ, τὰ πρόσορα Κύρ. 6. 1, 17, πρβλ. Δίωνα Κ. 36. 36, [[Πολυδ]]. Α΄, 177, κτλ. ΙΙ. παρὰ Σοφ. ἐν Φιλ. 691 ([[ἔνθα]] ὁ Ἰων. [[τύπος]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει, πρβλ. ἄπουρος, ὅμουρος)· ἵν’ αὐτὸς ἦν [[πρόσουρος]], [[ἔνθα]] οὐδένα εἶχε γείτονα πλὴν [[ἑαυτοῦ]], δηλ. ἔζη ἐν ἄκρᾳ ἐρημίᾳ· πρβλ. Λουκ. Τίμ. 43 εὐωχείτω [[μόνος]] ἑαυτῷ [[γείτων]] καὶ [[ὅμορος]]· ἀλλ’ ἡ τοῦ Bothe [[διόρθωσις]] (ἵν’ αὐτὸς ἦν, πρόσουρον οὐκ ἔχων βάσιν, [[ἔνθα]] ἦτο [[κατάμονος]] μὴ ἔχων γειτονικὸν [[βάδισμα]], δηλ. μὴ ἔχων γείτονα) φαίνεται [[ἀρκούντως]] [[ἐπιτυχής]], ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
|lstext='''πρόσουρος''': -ον, Ἰων. ἀντὶ [[πρόσορος]] (πρβλ. [[προσόμουρος]]), ὁ γειτνιάζων, συνορεύων γειτονικός, Αἰγύπτου τὰ πρ. Λιβύῃ Ἡρόδ. 2. 18, πρβλ. 3. 97, 102· τῇ Ἀραβίῃ, πρ. ἐούσῃ (δηλ. τῇ Αἰγύπτῳ) ὁ αὐτ. 2. 12· οὕτω παρὰ Ξενοφ. ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ, τὰ πρόσορα Κύρ. 6. 1, 17, πρβλ. Δίωνα Κ. 36. 36, [[Πολυδ]]. Α΄, 177, κτλ. ΙΙ. παρὰ Σοφ. ἐν Φιλ. 691 ([[ἔνθα]] ὁ Ἰων. [[τύπος]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει, πρβλ. ἄπουρος, ὅμουρος)· ἵν’ αὐτὸς ἦν [[πρόσουρος]], [[ἔνθα]] οὐδένα εἶχε γείτονα πλὴν [[ἑαυτοῦ]], δηλ. ἔζη ἐν ἄκρᾳ ἐρημίᾳ· πρβλ. Λουκ. Τίμ. 43 εὐωχείτω [[μόνος]] ἑαυτῷ [[γείτων]] καὶ [[ὅμορος]]· ἀλλ’ ἡ τοῦ Bothe [[διόρθωσις]] (ἵν’ αὐτὸς ἦν, πρόσουρον οὐκ ἔχων βάσιν, [[ἔνθα]] ἦτο [[κατάμονος]] μὴ ἔχων γειτονικὸν [[βάδισμα]], δηλ. μὴ ἔχων γείτονα) φαίνεται [[ἀρκούντως]] [[ἐπιτυχής]], ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>ion. c.</i> [[πρόσορος]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσουρος Medium diacritics: πρόσουρος Low diacritics: πρόσουρος Capitals: ΠΡΟΣΟΥΡΟΣ
Transliteration A: prósouros Transliteration B: prosouros Transliteration C: prosouros Beta Code: pro/souros

English (LSJ)

   A v. πρόσορος.

German (Pape)

[Seite 775] 1) von günstigem Winde getrieben, Soph. Phil. 686, ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος, nach dem Schol. u. andern Erkl. richtiger = πρόσορος erklärt. – 2) ion. = πρόσορος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσουρος: -ον, Ἰων. ἀντὶ πρόσορος (πρβλ. προσόμουρος), ὁ γειτνιάζων, συνορεύων γειτονικός, Αἰγύπτου τὰ πρ. Λιβύῃ Ἡρόδ. 2. 18, πρβλ. 3. 97, 102· τῇ Ἀραβίῃ, πρ. ἐούσῃ (δηλ. τῇ Αἰγύπτῳ) ὁ αὐτ. 2. 12· οὕτω παρὰ Ξενοφ. ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ, τὰ πρόσορα Κύρ. 6. 1, 17, πρβλ. Δίωνα Κ. 36. 36, Πολυδ. Α΄, 177, κτλ. ΙΙ. παρὰ Σοφ. ἐν Φιλ. 691 (ἔνθα ὁ Ἰων. τύπος εἶναι ἐν χρήσει, πρβλ. ἄπουρος, ὅμουρος)· ἵν’ αὐτὸς ἦν πρόσουρος, ἔνθα οὐδένα εἶχε γείτονα πλὴν ἑαυτοῦ, δηλ. ἔζη ἐν ἄκρᾳ ἐρημίᾳ· πρβλ. Λουκ. Τίμ. 43 εὐωχείτω μόνος ἑαυτῷ γείτων καὶ ὅμορος· ἀλλ’ ἡ τοῦ Bothe διόρθωσις (ἵν’ αὐτὸς ἦν, πρόσουρον οὐκ ἔχων βάσιν, ἔνθα ἦτο κατάμονος μὴ ἔχων γειτονικὸν βάδισμα, δηλ. μὴ ἔχων γείτονα) φαίνεται ἀρκούντως ἐπιτυχής, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ion. c. πρόσορος.