ὑποκατακλίνω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποκατακλίνω''': [ῑ], [[κατακλίνω]] [[ὑποκάτω]]. - Παθ., κατακλίνομαι [[ὑποκάτω]], Πλούτ. 2. 50Ε· ἐπὶ παλαιστοῦ [[ὅστις]] ἀφίνει νὰ νικηθῇ, να καταβληθῇ, [[αὐτόθι]] 58F. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], [[κατέχω]] κατωτέραν θέσιν παρὰ τὴν τράπεζαν, τινι [[αὐτόθι]] 618Ε· τινὸς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 4, 9· - ([[οὕτως]] σπανιώτερον ἐν τῷ ἐνεργ., βάλλω τινὰ νὰ κατακλιθῇ κατωτέρω τινὸς παρὰ τὴν τράπεζαν, «μηδενὸς ἀνεχομένου πλησίον κατακεῖσθαι [[αὐτοῦ]], ἐμὲ ὑποκατακλίνουσι… ὡς ὁμοτραπέζῳ εἴημεν» Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 11). 2) μεταφορ., [[ὑπείκω]], ὑποκατακλίνεσθαι ἀλλήλοις ἐν τῇ ζητήσει Διον. Ἁλ. 6. 24, 71· - ἀπολ., ὑποχωρῶ, [[ὑπείκω]], Δημ. 127. 21, Πλούτ., κλπ.
|lstext='''ὑποκατακλίνω''': [ῑ], [[κατακλίνω]] [[ὑποκάτω]]. - Παθ., κατακλίνομαι [[ὑποκάτω]], Πλούτ. 2. 50Ε· ἐπὶ παλαιστοῦ [[ὅστις]] ἀφίνει νὰ νικηθῇ, να καταβληθῇ, [[αὐτόθι]] 58F. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], [[κατέχω]] κατωτέραν θέσιν παρὰ τὴν τράπεζαν, τινι [[αὐτόθι]] 618Ε· τινὸς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 4, 9· - ([[οὕτως]] σπανιώτερον ἐν τῷ ἐνεργ., βάλλω τινὰ νὰ κατακλιθῇ κατωτέρω τινὸς παρὰ τὴν τράπεζαν, «μηδενὸς ἀνεχομένου πλησίον κατακεῖσθαι [[αὐτοῦ]], ἐμὲ ὑποκατακλίνουσι… ὡς ὁμοτραπέζῳ εἴημεν» Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 11). 2) μεταφορ., [[ὑπείκω]], ὑποκατακλίνεσθαι ἀλλήλοις ἐν τῇ ζητήσει Διον. Ἁλ. 6. 24, 71· - ἀπολ., ὑποχωρῶ, [[ὑπείκω]], Δημ. 127. 21, Πλούτ., κλπ.
}}
{{bailly
|btext=faire mettre <i>litt.</i> faire coucher à table au-dessous d’un autre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποκατακλίνομαι;<br /><b>1</b> se mettre <i>litt.</i> se coucher à table au-dessous de, τινι;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> se soumettre, se reconnaître inférieur, céder : τινι à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κατακλίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκατακλίνω Medium diacritics: ὑποκατακλίνω Low diacritics: υποκατακλίνω Capitals: ΥΠΟΚΑΤΑΚΛΙΝΩ
Transliteration A: hypokataklínō Transliteration B: hypokataklinō Transliteration C: ypokataklino Beta Code: u(pokatakli/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A lay down under:—Pass., lie down under, Plu.2.50d; of a wrestler allowing himself to be beaten, ib.58f.    II Pass. also, lie or sit lower at table, τινι ib.618e; πάντων J.AJ12.4.9 (so, more rarely, in Act., seat under another at table, τινα Luc.Gall.11).    2 metaph., give way, submit, be complaisant, τινι to one, Pl.R.336c; ἀλλήλοις ἐν τῇ ζητήσει ib.e; ὑ. τισὶ τῆς ἀξιώσεως D.H.6.24,71: abs., give in, D. 9.64, Plu.Pomp.75, etc.; θεραπεύων καὶ -όμενος D.Chr.6.57.    3 ὑ. τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι desist from further opposition, J.AJ 18.1.1.

German (Pape)

[Seite 1219] darunter niederlegen, Luc. Gall. 11; – pass. sich niederlegen unter Etwas, τινί, Plut. Symp. 1, 2,6; sich unterwerfen, fügen, nachgeben, τινί, Plat. Rep. I, 336 e; ὑποκατακλινόμενοι, ἐπεὶ τοῖς ὅλοις ἡττᾶσθαι ἐνόμιζον Dem. 9, 64; τινί τινος, Einem in Etwas, D. Hal. 6, 71.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκατακλίνω: [ῑ], κατακλίνω ὑποκάτω. - Παθ., κατακλίνομαι ὑποκάτω, Πλούτ. 2. 50Ε· ἐπὶ παλαιστοῦ ὅστις ἀφίνει νὰ νικηθῇ, να καταβληθῇ, αὐτόθι 58F. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, κατέχω κατωτέραν θέσιν παρὰ τὴν τράπεζαν, τινι αὐτόθι 618Ε· τινὸς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 4, 9· - (οὕτως σπανιώτερον ἐν τῷ ἐνεργ., βάλλω τινὰ νὰ κατακλιθῇ κατωτέρω τινὸς παρὰ τὴν τράπεζαν, «μηδενὸς ἀνεχομένου πλησίον κατακεῖσθαι αὐτοῦ, ἐμὲ ὑποκατακλίνουσι… ὡς ὁμοτραπέζῳ εἴημεν» Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 11). 2) μεταφορ., ὑπείκω, ὑποκατακλίνεσθαι ἀλλήλοις ἐν τῇ ζητήσει Διον. Ἁλ. 6. 24, 71· - ἀπολ., ὑποχωρῶ, ὑπείκω, Δημ. 127. 21, Πλούτ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

faire mettre litt. faire coucher à table au-dessous d’un autre;
Moy. ὑποκατακλίνομαι;
1 se mettre litt. se coucher à table au-dessous de, τινι;
2 fig. se soumettre, se reconnaître inférieur, céder : τινι à qqn.
Étymologie: ὑπό, κατακλίνω.