ἀδολεσχία: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδολεσχία''': [ᾱ], ἡ [[πολυλογία]], [[φλυαρία]], [[ἀργολογία]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1480, Ἰσοκρ. 292D, Πλάτ. Θεαίτ. 195C· [[ἀδυναμία]] τῶν γερόντων, Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 12. Ὁ Θεόφρ. ἔγραψε περὶ ἀδολεσχίας, Χαρακ. 3. ΙΙ. [[ὀξύτης]], [[λεπτότης]], Πλάτ. Φαῖδρ. 269Ε. Παρμεν. 135D. | |lstext='''ἀδολεσχία''': [ᾱ], ἡ [[πολυλογία]], [[φλυαρία]], [[ἀργολογία]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1480, Ἰσοκρ. 292D, Πλάτ. Θεαίτ. 195C· [[ἀδυναμία]] τῶν γερόντων, Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 12. Ὁ Θεόφρ. ἔγραψε περὶ ἀδολεσχίας, Χαρακ. 3. ΙΙ. [[ὀξύτης]], [[λεπτότης]], Πλάτ. Φαῖδρ. 269Ε. Παρμεν. 135D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />bavardage.<br />'''Étymologie:''' [[ἀδόλεσχος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾱ], ἡ,
A prating, garrulity, Ar.Nu.1480, Isoc.13.8, Pl.Tht.195c, Arist.Rh.1390a9, Thphr.Char.3: pl., Simp. in Ph.1141.8. II keenness, subtlety, Pl.Phdr.269e. III conversation, talk, LXX 4 Ki.9.11, Ps.54(55).2.
German (Pape)
[Seite 36] ἡ, Schwatzhaftigkeit, Geschwätz, Ar. Nuh. 1480; Plat. Theaet. 195 c; Plut. Lyc. 24; im guten Sinne: Scharfsinn, Spitzfindigkeit, Plat. Phaedr. 269 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδολεσχία: [ᾱ], ἡ πολυλογία, φλυαρία, ἀργολογία, Ἀριστοφ. Νεφ. 1480, Ἰσοκρ. 292D, Πλάτ. Θεαίτ. 195C· ἀδυναμία τῶν γερόντων, Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 12. Ὁ Θεόφρ. ἔγραψε περὶ ἀδολεσχίας, Χαρακ. 3. ΙΙ. ὀξύτης, λεπτότης, Πλάτ. Φαῖδρ. 269Ε. Παρμεν. 135D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bavardage.
Étymologie: ἀδόλεσχος.