αἰώρημα: Difference between revisions

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰώρημα''': -ατος, τό, ὅ,τι ἐν τῷ ἀέρι κρέμαται καὶ κινεῖται ἢ περιίπταται, Λυκόφρ. 1080. 2) [[σχοινίον]] κρεμάμενον, [[ἀγχόνη]], Εὐρ. Ἠλ. 353· ἐπὶ κρεμαμένων ἐν τῷ ἀέρι πραγμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 984· ἰδὲ ἐν λ. [[κουφίζω]], ΙΙ.1.
|lstext='''αἰώρημα''': -ατος, τό, ὅ,τι ἐν τῷ ἀέρι κρέμαται καὶ κινεῖται ἢ περιίπταται, Λυκόφρ. 1080. 2) [[σχοινίον]] κρεμάμενον, [[ἀγχόνη]], Εὐρ. Ἠλ. 353· ἐπὶ κρεμαμένων ἐν τῷ ἀέρι πραγμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 984· ἰδὲ ἐν λ. [[κουφίζω]], ΙΙ.1.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> objet suspendu;<br /><b>2</b> ce qui sert à suspendre (corde, câble, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[αἰωρέω]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰώρημα Medium diacritics: αἰώρημα Low diacritics: αιώρημα Capitals: ΑΙΩΡΗΜΑ
Transliteration A: aiṓrēma Transliteration B: aiōrēma Transliteration C: aiorima Beta Code: ai)w/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is hung up or hovers, Lyc.1080.    2 hanging cord, halter, E.Hel.353 (lyr.); hanging slings or chains, Id.Or.984 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰώρημα: -ατος, τό, ὅ,τι ἐν τῷ ἀέρι κρέμαται καὶ κινεῖται ἢ περιίπταται, Λυκόφρ. 1080. 2) σχοινίον κρεμάμενον, ἀγχόνη, Εὐρ. Ἠλ. 353· ἐπὶ κρεμαμένων ἐν τῷ ἀέρι πραγμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 984· ἰδὲ ἐν λ. κουφίζω, ΙΙ.1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 objet suspendu;
2 ce qui sert à suspendre (corde, câble, etc.).
Étymologie: αἰωρέω.