ἀναδέχομαι: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναδέχομαι''': μέλλ. -δέξομαι, ἀόρ. ἀνεδεξάμην, Ἐπ. ἀόρ. ἀνεδέγμην: πρκμ. ἀναδέδεγμαι, (ἴδε [[δέχομαι]]): ἀποθ., [[λαμβάνω]], [[δέχομαι]]· [[σάκος]] δ’ ἀναδέξατο πολλὰ [ἐνν. δόρατα] Ἰλ. Ε. 619· ἀναδ. πληγὰς εἰς τὸ [[σῶμα]] Πλουτ. Τιμολ. 4· βέλη τῷ σώματι ὁ αὐτ. Μάρκελλ. 10. ΙΙ. [[λαμβάνω]] ἢ [[δέχομαι]] [[ἐπάνω]] μου, [[παραδέχομαι]] [[ὑποκύπτω]], [[ἀναδέχομαι]], ἀνεδέγμεθ’ ὀϊζύν, «ἀνεδεξάμεθα» (Σχόλ.), Ὀδ. Ρ. 563, πρβλ. Ἀρχίλ. 60, Πινδ. ΙΙ. 2. 77· [[οὕτως]], ἀν. τὴν αἰτίαν Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 365D· πόλεμον Πολύβ. 1. 88, 12· ἀπέχθειαν Πλάτ., κτλ. καὶ πλῆρες· ἀν. τι ἐφ’ ἑαυτὸν Δημ. 613. 5, πρβλ. 352. 18: - ἀπολ., [[ἀναγνωρίζω]] γεγονός τι, [[παραδέχομαι]], ὁ αὐτ. 1131. 2. 2) [[ἀποδέχομαι]], [[δέχομαι]], λουτρὰ ... μητρὸς ἀνεδέξω πάρα; Εὐρ. Ι. Τ. 818· χορηγίαν, ἡγεμονίαν Πλουτ. Ἀριστείδ. 1. 23, κτλ., τὸν κλῆρον ὁ αὐτ. Κικ. 43· ἀν. θερμότητα ὁ αὐτ. Κάτ. νεώτ. 61. 3) [[ἀναλαμβάνω]] νὰ εἴπω ἢ νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ. μέλλ., Ἡρόδ. 5. 91, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 17· μετ’ ἀπαρ. ἀορ. Πλουτ. Ἀριστείδ. 14· ἀπολ., Δημ. 925. 13.
|lstext='''ἀναδέχομαι''': μέλλ. -δέξομαι, ἀόρ. ἀνεδεξάμην, Ἐπ. ἀόρ. ἀνεδέγμην: πρκμ. ἀναδέδεγμαι, (ἴδε [[δέχομαι]]): ἀποθ., [[λαμβάνω]], [[δέχομαι]]· [[σάκος]] δ’ ἀναδέξατο πολλὰ [ἐνν. δόρατα] Ἰλ. Ε. 619· ἀναδ. πληγὰς εἰς τὸ [[σῶμα]] Πλουτ. Τιμολ. 4· βέλη τῷ σώματι ὁ αὐτ. Μάρκελλ. 10. ΙΙ. [[λαμβάνω]] ἢ [[δέχομαι]] [[ἐπάνω]] μου, [[παραδέχομαι]] [[ὑποκύπτω]], [[ἀναδέχομαι]], ἀνεδέγμεθ’ ὀϊζύν, «ἀνεδεξάμεθα» (Σχόλ.), Ὀδ. Ρ. 563, πρβλ. Ἀρχίλ. 60, Πινδ. ΙΙ. 2. 77· [[οὕτως]], ἀν. τὴν αἰτίαν Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 365D· πόλεμον Πολύβ. 1. 88, 12· ἀπέχθειαν Πλάτ., κτλ. καὶ πλῆρες· ἀν. τι ἐφ’ ἑαυτὸν Δημ. 613. 5, πρβλ. 352. 18: - ἀπολ., [[ἀναγνωρίζω]] γεγονός τι, [[παραδέχομαι]], ὁ αὐτ. 1131. 2. 2) [[ἀποδέχομαι]], [[δέχομαι]], λουτρὰ ... μητρὸς ἀνεδέξω πάρα; Εὐρ. Ι. Τ. 818· χορηγίαν, ἡγεμονίαν Πλουτ. Ἀριστείδ. 1. 23, κτλ., τὸν κλῆρον ὁ αὐτ. Κικ. 43· ἀν. θερμότητα ὁ αὐτ. Κάτ. νεώτ. 61. 3) [[ἀναλαμβάνω]] νὰ εἴπω ἢ νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ. μέλλ., Ἡρόδ. 5. 91, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 17· μετ’ ἀπαρ. ἀορ. Πλουτ. Ἀριστείδ. 14· ἀπολ., Δημ. 925. 13.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀναδέξομαι, <i>ao.</i> ἀνεδεξάμην, <i>pf.</i> ἀναδέδεγμαι;<br /><b>1</b> recevoir sur : [[δούρατα]] IL recevoir des traits sur (sa surface), <i>en parl. d’un bouclier</i> ; πληγὰς [[εἰς]] τὸ [[σῶμα]] PLUT, βέλη [[τῷ]] σώματι PLUT recevoir des coups, des traits sur le corps;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> subir, supporter : ὀϊζύν OD un malheur;<br /><b>3</b> prendre sur soi, se charger de ; s’engager à, promettre de avec l’inf. ; [[ἀν]]. τινι THC se porter garant auprès de qqn;<br /><b>4</b> recevoir par succession, recevoir à son tour : κλῆρον, ἡγεμονίαν un héritage, un commandement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[δέχομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναδέχομαι Medium diacritics: ἀναδέχομαι Low diacritics: αναδέχομαι Capitals: ΑΝΑΔΕΧΟΜΑΙ
Transliteration A: anadéchomai Transliteration B: anadechomai Transliteration C: anadechomai Beta Code: a)nade/xomai

English (LSJ)

fut. -δέξομαι: aor. ἀνεδεξάμην, Ep. aor. ἀνεδέγμην (v. infr.): pf. Pass. ἀναδέδεγμαι:—

   A take up, catch, receive, σάκος δ' ἀνεδέξατο πολλά (sc. δόρατα) Il.5.619; ἀ. πληγὰς εἰς τὸ σῶμα Plu. Tim.4; βέλη τῷ σώματι Marc.10.    2 receive, entertain as a guest, Act.Ap.28.7.    II take upon oneself, submit to, ἀνεδέγμεθ' ὀϊζύν Od.17.563, cf. Archil.60; ἁμαρτήματα D.19.36; πόλεμον Plb.1.88.12; ἀπέχθειαν Plu.Eum.6; ἀ. τι ἐφ' ἑαυτόν D.22.64, cf. Din.1.3: abs., acknowledge one's evidence, of an absent witness, D.46.7.    2 accept, receive, ἀγγελίαν Pi.P.2.41 (al. -δείξατ') ; λουτρὰ . . μητρὸς ἀνεδέξω πάρα E IT818; χορηγίας, ἡγεμονίαν, Plu.Arist.1,23; τὸν κλῆρον Cic.43; τῶν σωμάτων τὰ μανὰ ἀ. θερμότητα Cat.Mi.61 (dub.); accept a statement, Them.in Ph.77.8.    3 admit of, κλίσιν, ἀριθμόν A.D. Pron.29.9, al.; σχέσιν πρός τι Procl.Inst.122.    4 undertake to say or do, c. fut. inf., Hdt.5.91, X.Cyr.6.1.17, etc.: c. aor. inf., Plu. Arist.14.    b undertake, c. acc., S.Ichn.157; ὅσα ὑπισχνεῖτο καὶ ἀνεδέχετο D.35.7; take upon oneself, αἰτίαν Pl.Hp.Mi.365d; πρεσβείας, κινδύνους, OGI339.20 (Sestos, ii B. C.), 441.9 (Stratonicea, i B. C.).    5 give security to one, τινί Th.8.81; τινί τι Plb. 11.25.9; go bail for, τινά Thphr.Char.12.4; τινὰ τῶν χρημάτων Plb.5.16.8; ἀ. τοὺς δανειστάς undertake to satisfy them, Plu.Caes.11; ἀ. τὴν πίστιν ὑπέρ τινος Id.Phoc.14: abs., Leg.Gort.9.24,41.    6 take back, D.59.58.    7 experience, suffer, πάθος, ταραχάς, Phld.Ir.p.82 W., D.1.13; σῆψιν Aët.13.3.    III wait for, Plb.1.52.8.

German (Pape)

[Seite 186] (f, δέχομαι), aufnehmen, auffangen, σἀκος ἀνεδέξατο δούρατα Il. 5, 619; πληγὰς εἰς τὸ σῶμα Plut. Timol. 4; βέλη τῷ σώματι Marc. 10; εἰς τὴν πόλιν Cat. min. 51; oft in sich aufnehmen, z. B. θερμότητα Cat. min. 61;– absol. sc. λόγον, das Wort nehmen, Pol. 18, 20; – auf sich nehmen, a) ertragen, ὀιζύν Od. 17. 563; ἀλλοτρίαις βλάβαις τὰς ἤττας Plut. Timol. 28; πολιορκίαν Pol. 2, 61, oft. – b) zu thun versprechen, gew. mit folg. inf. fut.; Her. 5, 91; Xen. Cyr. 6, 1, 17; ἀγγελίαν Pind. P. 2, 41; ohne Zusatz, Thuc. 8, 81; πόλεμον πολεμήσειν Dem. 2. 7; öfter bei Pol., der auch ἀναδέξασθαι τοῖς στρατιώταις τὴν τῶν ὀψωνίων ἀπόδοσιν sagt, 11, 25; dah. Bürge werden, τινὰ χρημάτων 5, 16; Theophr. char. 12; bes. eigtl. εἰς oder ἐφ' ἑαυτόν, Pol. 8, 17; Plut. Crass. 21; übernehmen, ein Amt, στρατηγίαν, χορηγίαν, Plut. Arist. 1, 23, oft; τὸν κλῆρον, die Erbschaft antreten, Plut. Cic. 43. – c) αἰτίαν, eine Schuld auf sich nehmen, Plat. Hipp. min. 365 d; ἁμαρτήματα, πρᾶγμα, Dem. 19, 37. 45, 18; absolut, sich wozu bekennen, 46, 7. – d) erwarten, Pol. 1, 52, τινά; abwarten, τί, D. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδέχομαι: μέλλ. -δέξομαι, ἀόρ. ἀνεδεξάμην, Ἐπ. ἀόρ. ἀνεδέγμην: πρκμ. ἀναδέδεγμαι, (ἴδε δέχομαι): ἀποθ., λαμβάνω, δέχομαι· σάκος δ’ ἀναδέξατο πολλὰ [ἐνν. δόρατα] Ἰλ. Ε. 619· ἀναδ. πληγὰς εἰς τὸ σῶμα Πλουτ. Τιμολ. 4· βέλη τῷ σώματι ὁ αὐτ. Μάρκελλ. 10. ΙΙ. λαμβάνωδέχομαι ἐπάνω μου, παραδέχομαι ὑποκύπτω, ἀναδέχομαι, ἀνεδέγμεθ’ ὀϊζύν, «ἀνεδεξάμεθα» (Σχόλ.), Ὀδ. Ρ. 563, πρβλ. Ἀρχίλ. 60, Πινδ. ΙΙ. 2. 77· οὕτως, ἀν. τὴν αἰτίαν Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 365D· πόλεμον Πολύβ. 1. 88, 12· ἀπέχθειαν Πλάτ., κτλ. καὶ πλῆρες· ἀν. τι ἐφ’ ἑαυτὸν Δημ. 613. 5, πρβλ. 352. 18: - ἀπολ., ἀναγνωρίζω γεγονός τι, παραδέχομαι, ὁ αὐτ. 1131. 2. 2) ἀποδέχομαι, δέχομαι, λουτρὰ ... μητρὸς ἀνεδέξω πάρα; Εὐρ. Ι. Τ. 818· χορηγίαν, ἡγεμονίαν Πλουτ. Ἀριστείδ. 1. 23, κτλ., τὸν κλῆρον ὁ αὐτ. Κικ. 43· ἀν. θερμότητα ὁ αὐτ. Κάτ. νεώτ. 61. 3) ἀναλαμβάνω νὰ εἴπω ἢ νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ. μέλλ., Ἡρόδ. 5. 91, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 17· μετ’ ἀπαρ. ἀορ. Πλουτ. Ἀριστείδ. 14· ἀπολ., Δημ. 925. 13.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναδέξομαι, ao. ἀνεδεξάμην, pf. ἀναδέδεγμαι;
1 recevoir sur : δούρατα IL recevoir des traits sur (sa surface), en parl. d’un bouclier ; πληγὰς εἰς τὸ σῶμα PLUT, βέλη τῷ σώματι PLUT recevoir des coups, des traits sur le corps;
2 fig. subir, supporter : ὀϊζύν OD un malheur;
3 prendre sur soi, se charger de ; s’engager à, promettre de avec l’inf. ; ἀν. τινι THC se porter garant auprès de qqn;
4 recevoir par succession, recevoir à son tour : κλῆρον, ἡγεμονίαν un héritage, un commandement.
Étymologie: ἀνά, δέχομαι.