ἀνακῶς: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακῶς''': ἐπίρρ., ἐπιμελῶς: - [[ἀνακῶς]] ἔχειν τινός, φροντίζειν, μεριμνᾶν [[περί]] τινος, καταβάλλειν δι’ αὐτὸ πολλὴν ἐπιμέλειαν, Ἡροδ. 1. 24, 8. 109, Θουκ. 8. 102, Πλουτ. Θησ. 33· ἐν Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 22, ἀντὶ τοῦ τὰς θύρας ἀν. ἔχων, πρέπει νὰ διορθωθῇ τῆς ἢ τὰς θύρας. - Ὁ Ἐρωτιανὸς ἀναφέρων τὴν λέξιν λέγει ὅτι [[εἶναι]] Δωρική, ἀλλ’ ὡς καταφαίνεται ἐκ τῶν ἀνωτέρω παραδειγμάτων εὕρηται [[παρά]] τε τοῖς Ἀττικοῖς καὶ ἄλλοις: «[[ἀνακῶς]], ἐπιμελῶς καὶ [[περιπεφυλαγμένως]]· ἔστι δὲ ἡ [[λέξις]] Δωρική» Ἐρωτ. (Ἐκ τοῦ ἀνακὸς = [[ἄναξ]], [[διοικητής]], [[ἐπιμελητής]], πρβλ. [[Ἄνακες]]).
|lstext='''ἀνακῶς''': ἐπίρρ., ἐπιμελῶς: - [[ἀνακῶς]] ἔχειν τινός, φροντίζειν, μεριμνᾶν [[περί]] τινος, καταβάλλειν δι’ αὐτὸ πολλὴν ἐπιμέλειαν, Ἡροδ. 1. 24, 8. 109, Θουκ. 8. 102, Πλουτ. Θησ. 33· ἐν Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 22, ἀντὶ τοῦ τὰς θύρας ἀν. ἔχων, πρέπει νὰ διορθωθῇ τῆς ἢ τὰς θύρας. - Ὁ Ἐρωτιανὸς ἀναφέρων τὴν λέξιν λέγει ὅτι [[εἶναι]] Δωρική, ἀλλ’ ὡς καταφαίνεται ἐκ τῶν ἀνωτέρω παραδειγμάτων εὕρηται [[παρά]] τε τοῖς Ἀττικοῖς καὶ ἄλλοις: «[[ἀνακῶς]], ἐπιμελῶς καὶ [[περιπεφυλαγμένως]]· ἔστι δὲ ἡ [[λέξις]] Δωρική» Ἐρωτ. (Ἐκ τοῦ ἀνακὸς = [[ἄναξ]], [[διοικητής]], [[ἐπιμελητής]], πρβλ. [[Ἄνακες]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec soin : [[ἀνακῶς]] ἔχειν τινός avoir soin de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνάσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακῶς Medium diacritics: ἀνακῶς Low diacritics: ανακώς Capitals: ΑΝΑΚΩΣ
Transliteration A: anakō̂s Transliteration B: anakōs Transliteration C: anakos Beta Code: a)nakw=s

English (LSJ)

Adv.

   A carefully, ἀνακῶς ἔχειν τινός look well to a thing, give good heed to it, Hdt.1.24, 8.109, Th.8.102, Plu.Thes.33; ἀ. θεραπεύειν Hp.Carn.19; τὰς (τῆς Pierson) θύρας ἀ. ἔχων Pl.Com.202.— Dor. acc. to Erot. s. v., but found in Ion. and Early Att. (Connected with ἄναξ by Plu. l. c., cf. AB391, Phot.p.113R.)

German (Pape)

[Seite 194] (nach Döderlein für ἀνεχῶς, einfacher von ἄναξ, ἀνακός, eigtl. Besorger, Verwalter), ἀνακῶς ἔχειν τινός, Acht haben, Sorge tragen für etwas, Her. 1, 24. 8, 109; Thuc. 8, 102; Plat. com. bei Moer.; Plut. Thes. 33.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακῶς: ἐπίρρ., ἐπιμελῶς: - ἀνακῶς ἔχειν τινός, φροντίζειν, μεριμνᾶν περί τινος, καταβάλλειν δι’ αὐτὸ πολλὴν ἐπιμέλειαν, Ἡροδ. 1. 24, 8. 109, Θουκ. 8. 102, Πλουτ. Θησ. 33· ἐν Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 22, ἀντὶ τοῦ τὰς θύρας ἀν. ἔχων, πρέπει νὰ διορθωθῇ τῆς ἢ τὰς θύρας. - Ὁ Ἐρωτιανὸς ἀναφέρων τὴν λέξιν λέγει ὅτι εἶναι Δωρική, ἀλλ’ ὡς καταφαίνεται ἐκ τῶν ἀνωτέρω παραδειγμάτων εὕρηται παρά τε τοῖς Ἀττικοῖς καὶ ἄλλοις: «ἀνακῶς, ἐπιμελῶς καὶ περιπεφυλαγμένως· ἔστι δὲ ἡ λέξις Δωρική» Ἐρωτ. (Ἐκ τοῦ ἀνακὸς = ἄναξ, διοικητής, ἐπιμελητής, πρβλ. Ἄνακες).

French (Bailly abrégé)

adv.
avec soin : ἀνακῶς ἔχειν τινός avoir soin de qch.
Étymologie: ἀνάσσω.