ἄνανδρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄνανδρος''': -ον, ([[ἀνήρ]]). Ι. = [[ἄνευ]] ἀνδρός, δηλ. συζύγου, ἐπὶ ἀγάμων γυναικῶν καὶ ἐπὶ χηρῶν, Τραγ., π. χ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 287, Πέρσ. 289, Σοφ. Ο. Τ. 1506 κτλ. καὶ παρὰ πεζοῖς ὡς Ἱππ. 592, 18, Πλάτ. Νόμ. 930C. 2) = [[ἄνευ]] ἀνδρῶν· χρήματα ἄνανδρα Αἰσχύλ. Πέρσ. 166· [[πόλις]] Σοφ. Ο. Κ. 939· ἄνανδρον τάξιν ἠρήμου ([[πρόληψις]], = [[ὥστε]] [[εἶναι]] ἄνανδρον) Αἰσχύλ. Πέρσ. 298. ΙΙ. ὁ μὴ [[ἀνδρεῖος]], [[δειλός]], Ἡρόδ. 4. 142, Πλάτ. Γοργ. 522E, καὶ ἀλλ.· τὸ ἄνανδρον = ἡ [[ἀνανδρία]], Θουκ. 3. 82. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀνάρμοστος]] εἰς ἄνδρα, [[δίαιτα]] Πλάτ. Φαῖρδ. 239D. 3) Ἐπίρρ. ἀνάνδρως, ἀντίθ. τῷ ἀνδρικῶς, Ἀντιφῶν 116. 2, Πλάτ. Θεαίτ. 177B.
|lstext='''ἄνανδρος''': -ον, ([[ἀνήρ]]). Ι. = [[ἄνευ]] ἀνδρός, δηλ. συζύγου, ἐπὶ ἀγάμων γυναικῶν καὶ ἐπὶ χηρῶν, Τραγ., π. χ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 287, Πέρσ. 289, Σοφ. Ο. Τ. 1506 κτλ. καὶ παρὰ πεζοῖς ὡς Ἱππ. 592, 18, Πλάτ. Νόμ. 930C. 2) = [[ἄνευ]] ἀνδρῶν· χρήματα ἄνανδρα Αἰσχύλ. Πέρσ. 166· [[πόλις]] Σοφ. Ο. Κ. 939· ἄνανδρον τάξιν ἠρήμου ([[πρόληψις]], = [[ὥστε]] [[εἶναι]] ἄνανδρον) Αἰσχύλ. Πέρσ. 298. ΙΙ. ὁ μὴ [[ἀνδρεῖος]], [[δειλός]], Ἡρόδ. 4. 142, Πλάτ. Γοργ. 522E, καὶ ἀλλ.· τὸ ἄνανδρον = ἡ [[ἀνανδρία]], Θουκ. 3. 82. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀνάρμοστος]] εἰς ἄνδρα, [[δίαιτα]] Πλάτ. Φαῖρδ. 239D. 3) Ἐπίρρ. ἀνάνδρως, ἀντίθ. τῷ ἀνδρικῶς, Ἀντιφῶν 116. 2, Πλάτ. Θεαίτ. 177B.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> non viril, mou, lâche ; τὸ ἄνανδρον THC la lâcheté ; indigne d’un homme;<br /><b>II.</b> <i>au fém.</i> sans mari, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> qui n’a pas encore d’époux;<br /><b>2</b> qui n’a plus d’époux, veuve;<br /><b>3</b> qui vit sans époux;<br /><b>III.</b> sans hommes, dépourvu d’hommes : ἄνανδρον τάξιν ἠρήμου [[θανών]] ESCHL par sa mort, il laissa son poste vide, <i>litt.</i> sans homme.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἀνήρ]].<br /><i><b>Syn. II.</b></i> [[χήρα]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνανδρος Medium diacritics: ἄνανδρος Low diacritics: άνανδρος Capitals: ΑΝΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: ánandros Transliteration B: anandros Transliteration C: anandros Beta Code: a)/nandros

English (LSJ)

ον, (ἀνήρ):    I = ἄνευ ἀνδρός, husbandless, of virgins and widows, A.Supp.287, Pers.289 (lyr.), S.OT1506, etc., and in Prose, as Hp.Mul.1.4, Pl.Lg.930c.    2 = ἄνευ ἀνδρῶν, without men, χρήματα ἄνανδρα A.Pers.166; πόλις S.OC939; ἄνανδρον τάξιν ἠρήμου (a prolepsis, = ὥστε εἶναι ἄνανδρον) A.Pers.298.    II wanting in manhood, cowardly, Hdt.4.142, Pl.Grg.522e, al.; τὸ ἄ., = ἀνανδρία, Th.3.82.    2 of things, unworthy of a man, δίαιτα Pl.Phdr.239d.    3 Adv. -δρως, opp. ἀνδρικῶς, Antipho 2.1.8, Pl.Tht.177b.

German (Pape)

[Seite 199] 1) ohne Ehemann, von Jungfrauen, wie von Wittwen, Aesch. Pers. 281; Ἀμαζόνες Suppl. 284; Soph. O. R. 1506; in Prosa, Plat. Legg. XI, 937 a; Plut. Rom. 29. – 2) ohne Männer, männerarm, χρημάτων ἀνάνδρων πλῆθος Aesch. Pers. 162; πόλις Soph. O. R. 943. – 3) am häufigsten in Prosa, unmännlich, feig, weibisch, ἁπαλὴ καὶ ἄν. δίαιτα Plat. Phaedr. 239 c; ἀνανδρότατος, neben κάκιστος Her. 4, 142; Dem. 59, 12. – Adv., ἀνάνδρως διακεῖσθαι Isocr. 4, 184; ἔχειν πρὸς τοὺς ἐχθρούς 4, 151.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνανδρος: -ον, (ἀνήρ). Ι. = ἄνευ ἀνδρός, δηλ. συζύγου, ἐπὶ ἀγάμων γυναικῶν καὶ ἐπὶ χηρῶν, Τραγ., π. χ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 287, Πέρσ. 289, Σοφ. Ο. Τ. 1506 κτλ. καὶ παρὰ πεζοῖς ὡς Ἱππ. 592, 18, Πλάτ. Νόμ. 930C. 2) = ἄνευ ἀνδρῶν· χρήματα ἄνανδρα Αἰσχύλ. Πέρσ. 166· πόλις Σοφ. Ο. Κ. 939· ἄνανδρον τάξιν ἠρήμου (πρόληψις, = ὥστε εἶναι ἄνανδρον) Αἰσχύλ. Πέρσ. 298. ΙΙ. ὁ μὴ ἀνδρεῖος, δειλός, Ἡρόδ. 4. 142, Πλάτ. Γοργ. 522E, καὶ ἀλλ.· τὸ ἄνανδρον = ἡ ἀνανδρία, Θουκ. 3. 82. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀνάρμοστος εἰς ἄνδρα, δίαιτα Πλάτ. Φαῖρδ. 239D. 3) Ἐπίρρ. ἀνάνδρως, ἀντίθ. τῷ ἀνδρικῶς, Ἀντιφῶν 116. 2, Πλάτ. Θεαίτ. 177B.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. non viril, mou, lâche ; τὸ ἄνανδρον THC la lâcheté ; indigne d’un homme;
II. au fém. sans mari, càd :
1 qui n’a pas encore d’époux;
2 qui n’a plus d’époux, veuve;
3 qui vit sans époux;
III. sans hommes, dépourvu d’hommes : ἄνανδρον τάξιν ἠρήμου θανών ESCHL par sa mort, il laissa son poste vide, litt. sans homme.
Étymologie: ἀ, ἀνήρ.
Syn. II. χήρα.