ἀναπείθω: Difference between revisions
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναπείθω''': μέλλ. -πείσω, [[καταπείθω]] τινὰ καὶ προσελκύω αὐτὸν πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 52, καὶ ἀλλ.: - Παθ., Θουκ. 1. 84. 2) ἐν γένει, [[ἁπλῶς]] [[καταπείθω]] τινά, παρακινῶ αὐτὸν νὰ πράξῃ τι, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 124, 156, καὶ ἀλλ., καὶ Ἀττ., ἑπομένου συνδέσμου, ἀναπείθ. ὡς χρή... ὁ αὐτ. 1.123· [[ὡσαύτως]], ἀναπείθ. λόγῳ [[ὅκως]]..., 1. 37· [[μετὰ]] διπλῆς αἰτιατ., ἀναπείθ. τινά τι, [[καταπείθω]] τινὰ ὡς [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], Ἀριστοφ. Νεφ. 77. 3) ἀποπλανῶ, ἐξαπατῶ, τινὰ Ἡρόδ. 3.148., 5. 66, Ξεν., κτλ., πληρέστερον, ἀν. χρήμασι, δώροις, [[διαφθείρω]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 622, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 3· [[χρυσίον]] διδοὺς ἀναπείσεις [[ὅπως]]... Ἀριστοφ. Ἱππ. 473: - Παθ., ἀναπεπεισμένος, διεφθαρμένος διὰ χρημάτων, δωροδοκήσας, δηλ. δεχθεὶς δῶρα, ὁ αὐτ. Σφ. 101· πρβλ. [[πείθω]] ΙΙ. 3. | |lstext='''ἀναπείθω''': μέλλ. -πείσω, [[καταπείθω]] τινὰ καὶ προσελκύω αὐτὸν πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 52, καὶ ἀλλ.: - Παθ., Θουκ. 1. 84. 2) ἐν γένει, [[ἁπλῶς]] [[καταπείθω]] τινά, παρακινῶ αὐτὸν νὰ πράξῃ τι, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 124, 156, καὶ ἀλλ., καὶ Ἀττ., ἑπομένου συνδέσμου, ἀναπείθ. ὡς χρή... ὁ αὐτ. 1.123· [[ὡσαύτως]], ἀναπείθ. λόγῳ [[ὅκως]]..., 1. 37· [[μετὰ]] διπλῆς αἰτιατ., ἀναπείθ. τινά τι, [[καταπείθω]] τινὰ ὡς [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], Ἀριστοφ. Νεφ. 77. 3) ἀποπλανῶ, ἐξαπατῶ, τινὰ Ἡρόδ. 3.148., 5. 66, Ξεν., κτλ., πληρέστερον, ἀν. χρήμασι, δώροις, [[διαφθείρω]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 622, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 3· [[χρυσίον]] διδοὺς ἀναπείσεις [[ὅπως]]... Ἀριστοφ. Ἱππ. 473: - Παθ., ἀναπεπεισμένος, διεφθαρμένος διὰ χρημάτων, δωροδοκήσας, δηλ. δεχθεὶς δῶρα, ὁ αὐτ. Σφ. 101· πρβλ. [[πείθω]] ΙΙ. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> persuader : τινά qqn ; [[τι]] τινά qch à qqn;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> séduire, corrompre : καὶ δώροις καὶ χρήμασιν ἀναπειθόμενοι XÉN persuadés, <i>càd</i> séduits par des présents et de l’argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πείθω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
(Arc. ἀμπ- SIG306.59),
A persuade, convince, X.Mem.1.2.52, al.:—Pass., Th.1.84. 2 persuade, move to do a thing, c. acc. pers. et inf., Hdt.1.124,156, etc.; foll. by Conj., ἀ. ὡς χρή . . Id.1.123; ἀ. λόγῳ ὅκως . . 1.37: c. dupl. acc., ἀ. τινά τι persuade one of a thing, Ar.Nu.77, cf. AP9.438 (Phil.). 3 seduce, mislead, τινά Hdt.3.148, 5.66, etc.; ἀ. χρήμασι, δώροις, bribe, Ar.Pax622, X.Cyr. 1.5.3; χρυσίον διδοὺς ἀναπείσεις ὅπως . . Ar.Eq.473, cf. PMagd.14.3, Act.Ap.18.13:—Pass., ἀναπεπεισμένος bribed, Ar.V.101.
German (Pape)
[Seite 201] 1) zu etwas Anderem überreden, umstimmen, Plat. Gorg. 493 a Hipp. min. 370 a. – 2) überreden, zu etwas bewegen, τοὺς ἀκούοντας δρᾶν τοῦτο Plat. Theaet. 166 c, wie schon Her. 7, 123; τινά τι, Ar. Nubb. 77; γνώμην ἀναπείσας Av. 460; χρήμασι, δώροις, bestechen, Pax 605; Xen. Cyr. 1, 5, 4, wo diesem πείθειν λόγοις entgegensteht; verführen, Mem. 3, 11, 10; Symp. 8, 20; aufwiegeln, Batrach. 122.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπείθω: μέλλ. -πείσω, καταπείθω τινὰ καὶ προσελκύω αὐτὸν πρὸς τὸ μέρος μου, Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 52, καὶ ἀλλ.: - Παθ., Θουκ. 1. 84. 2) ἐν γένει, ἁπλῶς καταπείθω τινά, παρακινῶ αὐτὸν νὰ πράξῃ τι, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 124, 156, καὶ ἀλλ., καὶ Ἀττ., ἑπομένου συνδέσμου, ἀναπείθ. ὡς χρή... ὁ αὐτ. 1.123· ὡσαύτως, ἀναπείθ. λόγῳ ὅκως..., 1. 37· μετὰ διπλῆς αἰτιατ., ἀναπείθ. τινά τι, καταπείθω τινὰ ὡς πρός τι πρᾶγμα, Ἀριστοφ. Νεφ. 77. 3) ἀποπλανῶ, ἐξαπατῶ, τινὰ Ἡρόδ. 3.148., 5. 66, Ξεν., κτλ., πληρέστερον, ἀν. χρήμασι, δώροις, διαφθείρω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 622, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 3· χρυσίον διδοὺς ἀναπείσεις ὅπως... Ἀριστοφ. Ἱππ. 473: - Παθ., ἀναπεπεισμένος, διεφθαρμένος διὰ χρημάτων, δωροδοκήσας, δηλ. δεχθεὶς δῶρα, ὁ αὐτ. Σφ. 101· πρβλ. πείθω ΙΙ. 3.
French (Bailly abrégé)
1 persuader : τινά qqn ; τι τινά qch à qqn;
2 en mauv. part séduire, corrompre : καὶ δώροις καὶ χρήμασιν ἀναπειθόμενοι XÉN persuadés, càd séduits par des présents et de l’argent.
Étymologie: ἀνά, πείθω.