ἀνανέω: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνανέω''': ἐξ οὗ τὰ παρ’ Ἡσυχίῳ: «ἀνανέσαι, καταστῆσαι, Κρῆτες» καὶ «ἀνανῆσαι, σφάξαι». μέλλ. -[[νεύσομαι]], [[ἀναθέω]], [[ἀνέρχομαι]] εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, Λατ. emergere, Αἰλ. περὶ Ζ. 5. 20: [[ἐντεῦθεν]], [[ἀναλαμβάνω]], Δίων Χρυσ. | |lstext='''ἀνανέω''': ἐξ οὗ τὰ παρ’ Ἡσυχίῳ: «ἀνανέσαι, καταστῆσαι, Κρῆτες» καὶ «ἀνανῆσαι, σφάξαι». μέλλ. -[[νεύσομαι]], [[ἀναθέω]], [[ἀνέρχομαι]] εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, Λατ. emergere, Αἰλ. περὶ Ζ. 5. 20: [[ἐντεῦθεν]], [[ἀναλαμβάνω]], Δίων Χρυσ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> [[ἀνένευσα]];<br />remonter sur l’eau.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[νέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
A come to the surface, Ael.NA5.22.
German (Pape)
[Seite 199] (s. νέω), heraufschwimmen, emportauchen, Ael. H. A. 5, 20; sich erholen, ἀπό τινος, Dio Chrys. I. 164.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνανέω: ἐξ οὗ τὰ παρ’ Ἡσυχίῳ: «ἀνανέσαι, καταστῆσαι, Κρῆτες» καὶ «ἀνανῆσαι, σφάξαι». μέλλ. -νεύσομαι, ἀναθέω, ἀνέρχομαι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, Λατ. emergere, Αἰλ. περὶ Ζ. 5. 20: ἐντεῦθεν, ἀναλαμβάνω, Δίων Χρυσ.