ἀνήκοος: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνήκοος''': -ον, (ἀκοὴ) ὁ [[ἄνευ]] ἀκοῆς, [[κωφός]], Ἀριστ. Προβλ. 11. 41· ἐπὶ τῶν νεκρῶν, Μόσχ. 3. 110· πέτραι Λυκόφρ. 1451. 2) [[μετὰ]] γεν., ὁ μὴ ἀκούσας ἢ μαθών τι, Πλάτ. Φαῖδρ. 216C, Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 1, 31: - [[ἐντεῦθεν]], ὁ μὴ γινώσκων, ἀγνῶν τι, [[ἀμαθής]] τινος, παιδείας Αἰσχίν. 19. 41: - Ἐπίρρ., ἀνηκόως ἔχειν τινὸς Πλούτ. 2. 145D. β) μετ’ αἰτ. πράγματος, ἀνήκοον [[εἶναι]] ἔνια γεγενημένα ([[ἔνθα]] τὸ ἀνήκοον [[εἶναι]] = ἀγνοεῖν) Πλάτ. Ἀλκ. ΙΙ. 141D. γ) ἀπολ., σκαιὸς καὶ ἀν., [[ἀγράμματος]], [[ἀπαίδευτος]], Δημ. 441. 15. 3) ὁ μὴ θέλων νὰ ἀκούσῃ, ὁ μὴ προσέχων, Καλλ. εἰς Δῆλ. 116: τὸ ἀνήκοον, [[ἀπείθεια]], Διον. Ἁλ. 6. 35. ΙΙ. ὁ μὴ ἀκουσθείς, Φιλόστρ. 721· καὶ ἑπομ., [[ἄνευ]] ἀποτελέσματος, ἀν. τέθυται Ἀλκίφρ. 3. 35.
|lstext='''ἀνήκοος''': -ον, (ἀκοὴ) ὁ [[ἄνευ]] ἀκοῆς, [[κωφός]], Ἀριστ. Προβλ. 11. 41· ἐπὶ τῶν νεκρῶν, Μόσχ. 3. 110· πέτραι Λυκόφρ. 1451. 2) [[μετὰ]] γεν., ὁ μὴ ἀκούσας ἢ μαθών τι, Πλάτ. Φαῖδρ. 216C, Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 1, 31: - [[ἐντεῦθεν]], ὁ μὴ γινώσκων, ἀγνῶν τι, [[ἀμαθής]] τινος, παιδείας Αἰσχίν. 19. 41: - Ἐπίρρ., ἀνηκόως ἔχειν τινὸς Πλούτ. 2. 145D. β) μετ’ αἰτ. πράγματος, ἀνήκοον [[εἶναι]] ἔνια γεγενημένα ([[ἔνθα]] τὸ ἀνήκοον [[εἶναι]] = ἀγνοεῖν) Πλάτ. Ἀλκ. ΙΙ. 141D. γ) ἀπολ., σκαιὸς καὶ ἀν., [[ἀγράμματος]], [[ἀπαίδευτος]], Δημ. 441. 15. 3) ὁ μὴ θέλων νὰ ἀκούσῃ, ὁ μὴ προσέχων, Καλλ. εἰς Δῆλ. 116: τὸ ἀνήκοον, [[ἀπείθεια]], Διον. Ἁλ. 6. 35. ΙΙ. ὁ μὴ ἀκουσθείς, Φιλόστρ. 721· καὶ ἑπομ., [[ἄνευ]] ἀποτελέσματος, ἀν. τέθυται Ἀλκίφρ. 3. 35.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n’entend pas, sourd ; [[ἀνήκοος]] τινος XÉN qui n’entend pas qch;<br /><b>2</b> qui n’a pas entendu parler de, ignorant de.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἀκούω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήκοος Medium diacritics: ἀνήκοος Low diacritics: ανήκοος Capitals: ΑΝΗΚΟΟΣ
Transliteration A: anḗkoos Transliteration B: anēkoos Transliteration C: anikoos Beta Code: a)nh/koos

English (LSJ)

ον,

   A without hearing, Arist. Pr.903b38; of the dead, Mosch.3.103; πέτραι Lyc.1451.    2 c. gen., not hearing a thing, never having heard or learnt it, Pl.Phdr. 261b, X.Mem.2.1.31: hence, ignorant of it, παιδείας Aeschin.1.141; with no ear for, τῶν Διοννσίου ῥυθμῶν Philostr.VS1.22.3; not attending the lectures of .., c. gen., ib.2.2. Adv. ἀνηκόως, ἔχειν ἀστρολογίας Plu.2.145c; ἔς τι Paus.10.17.13.    b c. acc. rei, ἀνήκοος εἶναι ἔνια γεγενημένα (where ἀ. εἶναι = ἀγνοεῖν) Pl.Alc.2.141d.    c abs., σκαιὸς καὶ ἀ. ignorant, untaught, D.19.312, cf. Sallust.5.    3 not willing to hear, not listening, Call.Del.116; τὸ ἀ. disobedience, D.H. 6.35.    II unheard, Philostr.Her.12.3; without result, ἀ. τέθυται Alciphr.3.35.

German (Pape)

[Seite 229] (ἀκοή), 1) nicht hörend, τινός, z. B. ἐπαίνου, λοιδορίας, Xen. Mem. 2, 1, 31 Hier. 1, 14; auch mit folgdm partic., ἔνια γεγενημένα, Plat. Alc. II, 841 d; Sp.; umgekehrt, εἰς ἀνήκοον τῶν ἄλλων, daß es die übrigen nicht hören können, Heliod. – 2) der nichts gehört, gelernt hat, παιδείας, Aesch. 1, 141; vgl. Xen. Mem. 4, 7, 5. Ebenso ἀνηκόως ἔχω τινός, Plut. – τὸ ἀνήκοον, der Ungehorsam, D. Hal. 6, 35.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήκοος: -ον, (ἀκοὴ) ὁ ἄνευ ἀκοῆς, κωφός, Ἀριστ. Προβλ. 11. 41· ἐπὶ τῶν νεκρῶν, Μόσχ. 3. 110· πέτραι Λυκόφρ. 1451. 2) μετὰ γεν., ὁ μὴ ἀκούσας ἢ μαθών τι, Πλάτ. Φαῖδρ. 216C, Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 1, 31: - ἐντεῦθεν, ὁ μὴ γινώσκων, ἀγνῶν τι, ἀμαθής τινος, παιδείας Αἰσχίν. 19. 41: - Ἐπίρρ., ἀνηκόως ἔχειν τινὸς Πλούτ. 2. 145D. β) μετ’ αἰτ. πράγματος, ἀνήκοον εἶναι ἔνια γεγενημένα (ἔνθα τὸ ἀνήκοον εἶναι = ἀγνοεῖν) Πλάτ. Ἀλκ. ΙΙ. 141D. γ) ἀπολ., σκαιὸς καὶ ἀν., ἀγράμματος, ἀπαίδευτος, Δημ. 441. 15. 3) ὁ μὴ θέλων νὰ ἀκούσῃ, ὁ μὴ προσέχων, Καλλ. εἰς Δῆλ. 116: τὸ ἀνήκοον, ἀπείθεια, Διον. Ἁλ. 6. 35. ΙΙ. ὁ μὴ ἀκουσθείς, Φιλόστρ. 721· καὶ ἑπομ., ἄνευ ἀποτελέσματος, ἀν. τέθυται Ἀλκίφρ. 3. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n’entend pas, sourd ; ἀνήκοος τινος XÉN qui n’entend pas qch;
2 qui n’a pas entendu parler de, ignorant de.
Étymologie: ἀ, ἀκούω.