ὄρτυξ: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄρτυξ''': -ῠγος, ὁ, (γεν. ῠκος Φιλήμων παρὰ Χοιροβοσκ. 1. 82, πρβλ. τὸ τῆς νεωτέρας Ἑλλην. ὀρτύκιον)· - ὀρτύκιον, Λατ. coturnix, Ἐπίχ. 25, Ahr., Ἡρόδ. 2. 77, Πλάτ. Λῦσ. 211Ε, κτλ.· - περὶ τῶν ἀποδημητικῶν τοῦ πτηνοῦ τούτου ἕξεων ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 6 καὶ 9· - ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 707, ὁ Μειδίας καλεῖται οὕτω διὰ τὴν ὀρτυγομανίαν του, (πρβλ. [[ὀρτυγοκόπος]])· - θηλ. ἐν Λυκόφρ. 401. ΙΙ. [[βοτάνη]] τις, ἀλλαχοῦ [[στελεφοῦρος]], Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 2. (Πρβλ. Σανσκρ. vartik-â, ûrtik-â· ἡ παρ’ Ἡσυχ. [[γλῶσσα]]: γόρτυξ, [[ὄρτυξ]], μαρτυρεῖ ὅτι ἐν ἀρχῇ ἡ Ἑλλην. [[λέξις]] εἶχε Ϝ.)
|lstext='''ὄρτυξ''': -ῠγος, ὁ, (γεν. ῠκος Φιλήμων παρὰ Χοιροβοσκ. 1. 82, πρβλ. τὸ τῆς νεωτέρας Ἑλλην. ὀρτύκιον)· - ὀρτύκιον, Λατ. coturnix, Ἐπίχ. 25, Ahr., Ἡρόδ. 2. 77, Πλάτ. Λῦσ. 211Ε, κτλ.· - περὶ τῶν ἀποδημητικῶν τοῦ πτηνοῦ τούτου ἕξεων ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 6 καὶ 9· - ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 707, ὁ Μειδίας καλεῖται οὕτω διὰ τὴν ὀρτυγομανίαν του, (πρβλ. [[ὀρτυγοκόπος]])· - θηλ. ἐν Λυκόφρ. 401. ΙΙ. [[βοτάνη]] τις, ἀλλαχοῦ [[στελεφοῦρος]], Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 2. (Πρβλ. Σανσκρ. vartik-â, ûrtik-â· ἡ παρ’ Ἡσυχ. [[γλῶσσα]]: γόρτυξ, [[ὄρτυξ]], μαρτυρεῖ ὅτι ἐν ἀρχῇ ἡ Ἑλλην. [[λέξις]] εἶχε Ϝ.)
}}
{{bailly
|btext=υγος (ὁ) :<br />caille.<br />'''Étymologie:''' DELG véd. vartika, vartaka « caille » ; suff. -υξ que l’on retrouve dans plusieurs noms d’oiseaux.
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄρτυξ Medium diacritics: ὄρτυξ Low diacritics: όρτυξ Capitals: ΟΡΤΥΞ
Transliteration A: órtyx Transliteration B: ortyx Transliteration C: ortyks Beta Code: o)/rtuc

English (LSJ)

ῠγος, ὁ (also ἡ, Lyc.401 : gen. ῠκος Philem.245),

   A quail, Coturnix vulgaris, Epich.45, Hdt.2.77, Pl.Ly.211e, Ar.Av.707,1298, etc.; for its migratory habits, v. Arist.HA597a23,b5.    II = στελεφοῦρος, Thphr.HP7.11.2. (γόρτυξ (i. e. ϝόρτυξ) · ὄρτυξ, Hsch.; cf. Skt. vártikā, vartakas.)

German (Pape)

[Seite 388] υγος, ὁ, die Wachtel; Her. 2, 77; Ar. Av. 707 Pax 768; Plat. Lys. 211 e; Xen. Mem. 2, 1, 4; vgl. Ath. IX c. 47. – Auch ein Kraut, sonst στελεφοῦρος, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ὄρτυξ: -ῠγος, ὁ, (γεν. ῠκος Φιλήμων παρὰ Χοιροβοσκ. 1. 82, πρβλ. τὸ τῆς νεωτέρας Ἑλλην. ὀρτύκιον)· - ὀρτύκιον, Λατ. coturnix, Ἐπίχ. 25, Ahr., Ἡρόδ. 2. 77, Πλάτ. Λῦσ. 211Ε, κτλ.· - περὶ τῶν ἀποδημητικῶν τοῦ πτηνοῦ τούτου ἕξεων ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 6 καὶ 9· - ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 707, ὁ Μειδίας καλεῖται οὕτω διὰ τὴν ὀρτυγομανίαν του, (πρβλ. ὀρτυγοκόπος)· - θηλ. ἐν Λυκόφρ. 401. ΙΙ. βοτάνη τις, ἀλλαχοῦ στελεφοῦρος, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 2. (Πρβλ. Σανσκρ. vartik-â, ûrtik-â· ἡ παρ’ Ἡσυχ. γλῶσσα: γόρτυξ, ὄρτυξ, μαρτυρεῖ ὅτι ἐν ἀρχῇ ἡ Ἑλλην. λέξις εἶχε Ϝ.)

French (Bailly abrégé)

υγος (ὁ) :
caille.
Étymologie: DELG véd. vartika, vartaka « caille » ; suff. -υξ que l’on retrouve dans plusieurs noms d’oiseaux.