σκιαγράφος: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκιᾱγράφος''': [ᾱ], -ον, ὁ ζωγραφῶν διὰ φωτὸς καὶ σκιᾶς, ἰχνογράφος, Θεόδ. Πρόδρ. σελ. 81· πρβλ. [[σκιαγραφέω]], -γράφημα, -γραφία. ΙΙ. ὁ ζωγραφῶν εἰκόνας διὰ τῆς προσηκούσης διανομῆς φωτὸς καὶ σκιᾶς, τὴν ὁποίαν τέχνην πρῶτος ἐποίησεν ὁ [[ζωγράφος]] [[Ἀπολλόδωρος]], ἀνθρώπων πρῶτος· ἐξευρὼν φθορὰν καὶ ἀπόχρωσιν σκιᾶς Πλούτ. 2. 346Α· [[ἐντεῦθεν]], 2) [[καθόλου]], [[σκιαγράφος]], ὁ, ὁ κατέχων καὶ ἐννοῶν τὰς ἀρχὰς τῆς ζωγραφικῆς, καὶ [[μάλιστα]] τῆς προοπτικῆς, ὁ ζωγραφῶν σκηνὰς ἐν θεάτρῳ, (πρβλ. [[σκηνογράφος]]), ἴδε Müller Ἀρχαιολογ. τῆς Τέχνης § 136. ― Οἱ τύποι σκιογρ- [[εἶναι]] μεταγεν., Φωτ. Βιβλ. 187. 24, Ἑβδ., κλπ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 646, Ἡσύχ.
|lstext='''σκιᾱγράφος''': [ᾱ], -ον, ὁ ζωγραφῶν διὰ φωτὸς καὶ σκιᾶς, ἰχνογράφος, Θεόδ. Πρόδρ. σελ. 81· πρβλ. [[σκιαγραφέω]], -γράφημα, -γραφία. ΙΙ. ὁ ζωγραφῶν εἰκόνας διὰ τῆς προσηκούσης διανομῆς φωτὸς καὶ σκιᾶς, τὴν ὁποίαν τέχνην πρῶτος ἐποίησεν ὁ [[ζωγράφος]] [[Ἀπολλόδωρος]], ἀνθρώπων πρῶτος· ἐξευρὼν φθορὰν καὶ ἀπόχρωσιν σκιᾶς Πλούτ. 2. 346Α· [[ἐντεῦθεν]], 2) [[καθόλου]], [[σκιαγράφος]], ὁ, ὁ κατέχων καὶ ἐννοῶν τὰς ἀρχὰς τῆς ζωγραφικῆς, καὶ [[μάλιστα]] τῆς προοπτικῆς, ὁ ζωγραφῶν σκηνὰς ἐν θεάτρῳ, (πρβλ. [[σκηνογράφος]]), ἴδε Müller Ἀρχαιολογ. τῆς Τέχνης § 136. ― Οἱ τύποι σκιογρ- [[εἶναι]] μεταγεν., Φωτ. Βιβλ. 187. 24, Ἑβδ., κλπ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 646, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />peintre.<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]], [[γράφω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾱγράφος Medium diacritics: σκιαγράφος Low diacritics: σκιαγράφος Capitals: ΣΚΙΑΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: skiagráphos Transliteration B: skiagraphos Transliteration C: skiagrafos Beta Code: skia/grafos

English (LSJ)

(parox.), ὁ,

   A perspective-painter, scene-painter (cf. σκηνογράφος), LXX Wi.15.4, Hsch., Phot.— The forms in σκιογρ- are later, v.l. in LXX l.c., etc.

German (Pape)

[Seite 897] eigtl. Schatten malend, mit Schatten malend, Schatten u. Licht nach richtigen Verhältnissen im Gemälde vertheilend, welches nach Plut. zuerst der Maler Apollodoros verstand, der deshalb ὁ σκιαγράφος hieß, als πρῶτος ἀνθρώπων ἐξευρὼν φθορὰν καὶ ἀπ όχρωσιν σκιᾶς; übh. Perspective malend; aber auch = nur einen flüchtigen Umriß oder Schattenriß zeichnend; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾱγράφος: [ᾱ], -ον, ὁ ζωγραφῶν διὰ φωτὸς καὶ σκιᾶς, ἰχνογράφος, Θεόδ. Πρόδρ. σελ. 81· πρβλ. σκιαγραφέω, -γράφημα, -γραφία. ΙΙ. ὁ ζωγραφῶν εἰκόνας διὰ τῆς προσηκούσης διανομῆς φωτὸς καὶ σκιᾶς, τὴν ὁποίαν τέχνην πρῶτος ἐποίησεν ὁ ζωγράφος Ἀπολλόδωρος, ἀνθρώπων πρῶτος· ἐξευρὼν φθορὰν καὶ ἀπόχρωσιν σκιᾶς Πλούτ. 2. 346Α· ἐντεῦθεν, 2) καθόλου, σκιαγράφος, ὁ, ὁ κατέχων καὶ ἐννοῶν τὰς ἀρχὰς τῆς ζωγραφικῆς, καὶ μάλιστα τῆς προοπτικῆς, ὁ ζωγραφῶν σκηνὰς ἐν θεάτρῳ, (πρβλ. σκηνογράφος), ἴδε Müller Ἀρχαιολογ. τῆς Τέχνης § 136. ― Οἱ τύποι σκιογρ- εἶναι μεταγεν., Φωτ. Βιβλ. 187. 24, Ἑβδ., κλπ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 646, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
peintre.
Étymologie: σκιά, γράφω.