πολυδάπανος: Difference between revisions
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυδάπᾰνος''': -ον, ὁ προξενῶν πολλὴν δαπάνην, ἱρὰ Ἡρόδ. 2. 137· [[τράπεζα]] Ξεν. Λακ. 5. 3. ΙΙ. ἐπὶ προσώπου, ὁ πολλὰ δαπανῶν, ἄσωτος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 19. ― Ἐπιρρ. πολυδαπάνως, [[μετὰ]] πολλῆς δαπάνης, Διόδ. 1, 52. | |lstext='''πολυδάπᾰνος''': -ον, ὁ προξενῶν πολλὴν δαπάνην, ἱρὰ Ἡρόδ. 2. 137· [[τράπεζα]] Ξεν. Λακ. 5. 3. ΙΙ. ἐπὶ προσώπου, ὁ πολλὰ δαπανῶν, ἄσωτος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 19. ― Ἐπιρρ. πολυδαπάνως, [[μετὰ]] πολλῆς δαπάνης, Διόδ. 1, 52. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui dépense beaucoup, prodigue;<br /><b>2</b> qui cause beaucoup de dépenses, coûteux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[δαπάνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
[δᾰ], ον,
A causing great expense or outlay, ἱρά Hdt.2.137 (Comp.), cf.Porph.Abst.2.15; τράπεζα X.Lac.5.3. II of a person, expensive, extravagant, Id.Ap.19, Vett. Val.90.15. Adv. -νως D.S.1.52, Plot.1.4.7; at great expense, IGRom. 4.1241, 1242, 1273, JHS37.108 (Thyatira).
German (Pape)
[Seite 661] viel Aufwand machend, erfordernd; Her. 2, 137; Xen. Apol. 19; Sp., auch im adv.
Greek (Liddell-Scott)
πολυδάπᾰνος: -ον, ὁ προξενῶν πολλὴν δαπάνην, ἱρὰ Ἡρόδ. 2. 137· τράπεζα Ξεν. Λακ. 5. 3. ΙΙ. ἐπὶ προσώπου, ὁ πολλὰ δαπανῶν, ἄσωτος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 19. ― Ἐπιρρ. πολυδαπάνως, μετὰ πολλῆς δαπάνης, Διόδ. 1, 52.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui dépense beaucoup, prodigue;
2 qui cause beaucoup de dépenses, coûteux.
Étymologie: πολύς, δαπάνη.