Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σεῖστρον: Difference between revisions

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σεῖστρον''': τό, ([[σείω]]) ὄργανόν τί κρότον παράγον, οὗ ἐγίνετο [[χρῆσις]] ἐν τῇ λατρείᾳ τῆς Ἴσιδος, περιγράφεται δέ ὑπό τοῦ Πλουτ. (περὶ Ἴσιδος 63) 2. 376C κἑξ. πρβλ. Φιλόστρ. 769· τὸ Λατιν. sistrum [[εἶναι]] συχνόν, ἴδε τὰ Λατ. Λεξικά 2) [[παιγνίδιον]] παιδίων Ἰω. Χρυσ. II [[χαμαιτυπεῖον]], [[πορνεῖον]], Σωκρ. Ἑκκλ. Ἱστ. 5. 18.
|lstext='''σεῖστρον''': τό, ([[σείω]]) ὄργανόν τί κρότον παράγον, οὗ ἐγίνετο [[χρῆσις]] ἐν τῇ λατρείᾳ τῆς Ἴσιδος, περιγράφεται δέ ὑπό τοῦ Πλουτ. (περὶ Ἴσιδος 63) 2. 376C κἑξ. πρβλ. Φιλόστρ. 769· τὸ Λατιν. sistrum [[εἶναι]] συχνόν, ἴδε τὰ Λατ. Λεξικά 2) [[παιγνίδιον]] παιδίων Ἰω. Χρυσ. II [[χαμαιτυπεῖον]], [[πορνεῖον]], Σωκρ. Ἑκκλ. Ἱστ. 5. 18.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />sistre, sorte de crécelle dont on se servait aux fêtes d’Isis, en Égypte.<br />'''Étymologie:''' [[σείω]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεῖστρον Medium diacritics: σεῖστρον Low diacritics: σείστρον Capitals: ΣΕΙΣΤΡΟΝ
Transliteration A: seîstron Transliteration B: seistron Transliteration C: seistron Beta Code: sei=stron

English (LSJ)

τό, (σείω)

   A rattle used in the worship of Isis, Inscr.Délos 385a5 (ii B.C.), Plu.2.376c sq., Philostr.Im.1.5, Lib.Or.64.97.

German (Pape)

[Seite 869] τό, lat. sistrum, eine Klapper, die beim Gottesdienste der Isis geschüttelt wurde, genau beschrieben von Plut. de Iside 64; Philostr. im. 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

σεῖστρον: τό, (σείω) ὄργανόν τί κρότον παράγον, οὗ ἐγίνετο χρῆσις ἐν τῇ λατρείᾳ τῆς Ἴσιδος, περιγράφεται δέ ὑπό τοῦ Πλουτ. (περὶ Ἴσιδος 63) 2. 376C κἑξ. πρβλ. Φιλόστρ. 769· τὸ Λατιν. sistrum εἶναι συχνόν, ἴδε τὰ Λατ. Λεξικά 2) παιγνίδιον παιδίων Ἰω. Χρυσ. II χαμαιτυπεῖον, πορνεῖον, Σωκρ. Ἑκκλ. Ἱστ. 5. 18.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sistre, sorte de crécelle dont on se servait aux fêtes d’Isis, en Égypte.
Étymologie: σείω.