θεολογικός: Difference between revisions

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεολογικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν θεολογίαν, [[φιλοσοφία]] θ. Ἀριστ. Μεταφ. 5. 1, 10, πρβλ. Στράβων 474, κτλ.· - ἡ θεολογικὴ (ἐνν. [[ἐπιστήμη]]), = ἡ πρώτη [[φιλοσοφία]] ἢ ἡ [[ἐπιστήμη]] τοῦ ὄντος ᾗ ὂν Ἀριστ. Μεταφ. 10. 7, 7 κἑξ.· - ὁ θ. = [[θεολόγος]], Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 568D.
|lstext='''θεολογικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν θεολογίαν, [[φιλοσοφία]] θ. Ἀριστ. Μεταφ. 5. 1, 10, πρβλ. Στράβων 474, κτλ.· - ἡ θεολογικὴ (ἐνν. [[ἐπιστήμη]]), = ἡ πρώτη [[φιλοσοφία]] ἢ ἡ [[ἐπιστήμη]] τοῦ ὄντος ᾗ ὂν Ἀριστ. Μεταφ. 10. 7, 7 κἑξ.· - ὁ θ. = [[θεολόγος]], Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 568D.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la connaissance de dieu.<br />'''Étymologie:''' [[θεολόγος]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεολογικός Medium diacritics: θεολογικός Low diacritics: θεολογικός Capitals: ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: theologikós Transliteration B: theologikos Transliteration C: theologikos Beta Code: qeologiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A theological, φιλοσοφία θ., i.e. metaphysics, Arist.Metaph.1026a19, cf. 1064b3; γένος Str.10.3.23; πραγματεία D.H.4.62; [μῦθοι] Sallust.4; τὸ θ. Cleanth.Stoic.1.108; οἱ θ. Olymp.in Mete.129.19: Comp. -ώτερος Dam.Pr.135. Adv. -κῶς, opp. τραγικῶς, ἀποφαίνεσθαι Plu.2.568d, cf. lamb.Myst.1.2.

German (Pape)

[Seite 1196] ή, όν, die Kenntniß von Gott u. göttlichen Dingen betreffend; ἐπιστήμη Arist. metaph. 10, 6; Strab. X, 474 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεολογικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν θεολογίαν, φιλοσοφία θ. Ἀριστ. Μεταφ. 5. 1, 10, πρβλ. Στράβων 474, κτλ.· - ἡ θεολογικὴ (ἐνν. ἐπιστήμη), = ἡ πρώτη φιλοσοφία ἢ ἡ ἐπιστήμη τοῦ ὄντος ᾗ ὂν Ἀριστ. Μεταφ. 10. 7, 7 κἑξ.· - ὁ θ. = θεολόγος, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 568D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la connaissance de dieu.
Étymologie: θεολόγος.