ὁσάκις: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁσάκις''': [ᾰ], Ἐπικ. [[ὁσσάκι]], ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.· [[ὡσαύτως]] ὁσσάκις, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 2. 2· ([[ὅσος]]): ― ὡς καὶ νῦν, [[ὁσάκις]], [[ὁσσάκι]] δ’ ὁρμήσειε [[ποδάρκης]] [[δῖος]] Ἀχιλλεὺς στῆναι ἀντίβιον Ἰλ. Φ. 265· [[ὁσσάκι]] δ’ ὁρμήσειε πυλάων Δαρδανιάων Χ. 194· ἀναφορ. συσχετικὸν τοῦ [[τοσσάκι]], [[ὁσσάκι]] γὰρ κύψει’ ὁ [[γέρων]] πιέειν μενεαίνων, τοσσάχ’ Ὀδ. Λ. 585· Ἀττ. [[τύπος]] ἐν Λυσ. 171. 40, Πλάτ. Θεαίτ. 143Α, Ξεν., κτλ.· [[ὁσάκις]] οὖν Νικομ. Ἀριθμ. σ. 131.
|lstext='''ὁσάκις''': [ᾰ], Ἐπικ. [[ὁσσάκι]], ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.· [[ὡσαύτως]] ὁσσάκις, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 2. 2· ([[ὅσος]]): ― ὡς καὶ νῦν, [[ὁσάκις]], [[ὁσσάκι]] δ’ ὁρμήσειε [[ποδάρκης]] [[δῖος]] Ἀχιλλεὺς στῆναι ἀντίβιον Ἰλ. Φ. 265· [[ὁσσάκι]] δ’ ὁρμήσειε πυλάων Δαρδανιάων Χ. 194· ἀναφορ. συσχετικὸν τοῦ [[τοσσάκι]], [[ὁσσάκι]] γὰρ κύψει’ ὁ [[γέρων]] πιέειν μενεαίνων, τοσσάχ’ Ὀδ. Λ. 585· Ἀττ. [[τύπος]] ἐν Λυσ. 171. 40, Πλάτ. Θεαίτ. 143Α, Ξεν., κτλ.· [[ὁσάκις]] οὖν Νικομ. Ἀριθμ. σ. 131.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />aussi souvent que, toutes les fois que.<br />'''Étymologie:''' [[ὅσος]], -ακις.
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁσάκις Medium diacritics: ὁσάκις Low diacritics: οσάκις Capitals: ΟΣΑΚΙΣ
Transliteration A: hosákis Transliteration B: hosakis Transliteration C: osakis Beta Code: o(sa/kis

English (LSJ)

[ᾰ], Ep. ὁσσάκι, as always in Hom.; also ὁσσάκις, Tab.Heracl.1.132, Call.Epigr.2.2: (ὅσος):—

   A as many times as, as of ten as, Relat. to τοσσάκι, Il.21.265,22.194, Od.11.585 ; Att. form in Th.7.18, Lys.25.9, Pl.Tht.143a, X.Mem.3.4.3, 1 Ep.Cor.11.25, etc.:—also ὁσᾰκισδήποτε, Dosith.p.409 K.; ὁσᾰκισοῦν, Nicom.Ar.2.17.

German (Pape)

[Seite 394] poet. auch ὁσάκι, ep. ὁσσάκι, wievielmal, Hom. c. opt. der wiederholten Handlung in Beziehung auf die Vergangenheit, ὁσσάκι δ' ὁρμήσειε, Il. 21, 165. 22, 194, vgl. Od. 11, 585, wo τοσσάκι entspricht; u. sp. D., wie Callim. Del. 254; auch in Prosa, ὁσάκις Ἀθήναζε ἀφικοίμην, Plat. Theaet. 143 a; Charmid. 158 a.

Greek (Liddell-Scott)

ὁσάκις: [ᾰ], Ἐπικ. ὁσσάκι, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.· ὡσαύτως ὁσσάκις, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 2. 2· (ὅσος): ― ὡς καὶ νῦν, ὁσάκις, ὁσσάκι δ’ ὁρμήσειε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεὺς στῆναι ἀντίβιον Ἰλ. Φ. 265· ὁσσάκι δ’ ὁρμήσειε πυλάων Δαρδανιάων Χ. 194· ἀναφορ. συσχετικὸν τοῦ τοσσάκι, ὁσσάκι γὰρ κύψει’ ὁ γέρων πιέειν μενεαίνων, τοσσάχ’ Ὀδ. Λ. 585· Ἀττ. τύπος ἐν Λυσ. 171. 40, Πλάτ. Θεαίτ. 143Α, Ξεν., κτλ.· ὁσάκις οὖν Νικομ. Ἀριθμ. σ. 131.

French (Bailly abrégé)

adv.
aussi souvent que, toutes les fois que.
Étymologie: ὅσος, -ακις.