ἀπαράμυθος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαράμῡθος''': -ον, = τῷ προηγ., [[ἀδυσώπητος]], [[ἀμείλικτος]], [[κέαρ]] Αἰσχύλ. Πρ. 185· ὁ μὴ παρέχων παραμυθίαν, [[ὄμμα]] πωλικὸν Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 620. [Ἐν Αἰσχύλ. ᾱπ- [[χάριν]] τοῦ μέτρου]. | |lstext='''ἀπαράμῡθος''': -ον, = τῷ προηγ., [[ἀδυσώπητος]], [[ἀμείλικτος]], [[κέαρ]] Αἰσχύλ. Πρ. 185· ὁ μὴ παρέχων παραμυθίαν, [[ὄμμα]] πωλικὸν Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 620. [Ἐν Αἰσχύλ. ᾱπ- [[χάριν]] τοῦ μέτρου]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> inflexible, inexorable;<br /><b>2</b> non encouragé, non rassuré.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[παραμυθέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, = foreg.,
A inexorable, κέαρ A.Pr.185 (lyr.); restive, ὄμμα πωλικόν E.IA620. [In A. ᾱπ- metri gr.]
German (Pape)
[Seite 279] nicht zu überreden, zu beschwichtigen, κέαρ Aesch. Prom. 183 [απ., nach Analogie von ἀθάνατος]; Eur. I. A. 620.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράμῡθος: -ον, = τῷ προηγ., ἀδυσώπητος, ἀμείλικτος, κέαρ Αἰσχύλ. Πρ. 185· ὁ μὴ παρέχων παραμυθίαν, ὄμμα πωλικὸν Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 620. [Ἐν Αἰσχύλ. ᾱπ- χάριν τοῦ μέτρου].
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 inflexible, inexorable;
2 non encouragé, non rassuré.
Étymologie: ἀ, παραμυθέομαι.