κόχλος: Difference between revisions

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόχλος''': -ου, ὁ, ὀστρακόδερμον [[μετὰ]] κοχλιοειδοῦς ὀστράκου ἐν χρήσει πρὸς παρασκευὴν τῆς πορφύρας, Λατ. murex, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 1, κ. ἀλλ., Ἀνθ. Π. 5. 228· [[ἐνίοτε]] ἐν χρήσει ὡς [[σάλπιγξ]], ὡς τὸ Λατ. concha, Εὐρ. Ι. Τ. 303, Θεόκρ. 22. 75, Μόσχ. 2. 120· ― [[ὡσαύτως]] θηλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 859, Ναυμάχ. παρὰ Στοβ. τ. 93. 23, Παυσ. 3. 21, 6. 2) τῆς ξηρᾶς [[κοχλίας]], «σιαλίγκαρος», Ἀριστ. π. Θαυμασ. 164. ― Πρβλ. [[κόλχος]]. (Συγγενὲς ταῖς λ. [[κάλχη]], [[κόγχη]], [[κόγχος]].)
|lstext='''κόχλος''': -ου, ὁ, ὀστρακόδερμον [[μετὰ]] κοχλιοειδοῦς ὀστράκου ἐν χρήσει πρὸς παρασκευὴν τῆς πορφύρας, Λατ. murex, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 1, κ. ἀλλ., Ἀνθ. Π. 5. 228· [[ἐνίοτε]] ἐν χρήσει ὡς [[σάλπιγξ]], ὡς τὸ Λατ. concha, Εὐρ. Ι. Τ. 303, Θεόκρ. 22. 75, Μόσχ. 2. 120· ― [[ὡσαύτως]] θηλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 859, Ναυμάχ. παρὰ Στοβ. τ. 93. 23, Παυσ. 3. 21, 6. 2) τῆς ξηρᾶς [[κοχλίας]], «σιαλίγκαρος», Ἀριστ. π. Θαυμασ. 164. ― Πρβλ. [[κόλχος]]. (Συγγενὲς ταῖς λ. [[κάλχη]], [[κόγχη]], [[κόγχος]].)
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> grand coquillage en spirale;<br /><b>2</b> conque marine.<br />'''Étymologie:''' DELG rapport évident avec [[κόγχος]], [[κόγχη]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόχλος Medium diacritics: κόχλος Low diacritics: κόχλος Capitals: ΚΟΧΛΟΣ
Transliteration A: kóchlos Transliteration B: kochlos Transliteration C: kochlos Beta Code: ko/xlos

English (LSJ)

ὁ,

   A shell-fish with a spiral shell, used for dyeing purple, Lat. murex, Arist.HA528a1, AP5.227 (Paul. Sil.); used as a trumpet, E.IT303, Theoc.22.75, Mosch.2.124: also fem., Naumach. ap. Stob.4.31.76, Paus.3.21.6; Κασπίῃ ἐν κ., of a large sea-shell, A.R.3.859.    2 land snail, Arist.Mir.846b13.    3 kohl, Eust.728.47.

German (Pape)

[Seite 1498] ὁ (später auch ἡ, wie Ap. Rh. 3, 859, Paus. 3, 21, 6, Paul. Sil. Amb. 118), Muschel mit gewundenem Gehäuse, Schnecke; große Meerschneckengehäuse wurden zum Blasen gebraucht, κόχλους φυσῶν Eur. I. T. 303, Τρίτωνες κόχλοισιν ταναοῖς γάμιον μέλος ἠπύοντες Hosch. 2, 124, Theocr. 22, 75 u. sonst. – Auch zweischaalige Muscheln, wie z. B. Austern, werden so genannt. – Verwandt mit κόγχος.

Greek (Liddell-Scott)

κόχλος: -ου, ὁ, ὀστρακόδερμον μετὰ κοχλιοειδοῦς ὀστράκου ἐν χρήσει πρὸς παρασκευὴν τῆς πορφύρας, Λατ. murex, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 1, κ. ἀλλ., Ἀνθ. Π. 5. 228· ἐνίοτε ἐν χρήσει ὡς σάλπιγξ, ὡς τὸ Λατ. concha, Εὐρ. Ι. Τ. 303, Θεόκρ. 22. 75, Μόσχ. 2. 120· ― ὡσαύτως θηλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 859, Ναυμάχ. παρὰ Στοβ. τ. 93. 23, Παυσ. 3. 21, 6. 2) τῆς ξηρᾶς κοχλίας, «σιαλίγκαρος», Ἀριστ. π. Θαυμασ. 164. ― Πρβλ. κόλχος. (Συγγενὲς ταῖς λ. κάλχη, κόγχη, κόγχος.)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 grand coquillage en spirale;
2 conque marine.
Étymologie: DELG rapport évident avec κόγχος, κόγχη.