ταφρεία: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ταφρεία''': ἡ, ἡ κατασκευὴ τάφρων ἢ προχωμάτων, Δημ. 325. 20, Πολύβ. 5. 2, 5, κτλ. ΙΙ. = [[τάφρος]], Δίων Κ. 36. 37. | |lstext='''ταφρεία''': ἡ, ἡ κατασκευὴ τάφρων ἢ προχωμάτων, Δημ. 325. 20, Πολύβ. 5. 2, 5, κτλ. ΙΙ. = [[τάφρος]], Δίων Κ. 36. 37. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[τάφρευσις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A making of ditches or trenches, D.18.299, Delph.3(5).74.44 (iv B.C.), Plb.5.2.5, etc.: collectively, entrenchments, Ph.Bel. 80.19, 85.46, D.C.36.54, al.
German (Pape)
[Seite 1075] ἡ, das Grabenmachen, Ziehen eines Grabens, Dem. 18, 299.
Greek (Liddell-Scott)
ταφρεία: ἡ, ἡ κατασκευὴ τάφρων ἢ προχωμάτων, Δημ. 325. 20, Πολύβ. 5. 2, 5, κτλ. ΙΙ. = τάφρος, Δίων Κ. 36. 37.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. τάφρευσις.