ὀρός: Difference between revisions

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρός''': ἀκολούθως [[ὀρρός]] (ἴδε κατωτ.)· [[οὖρος]] Νικ. Θηρ. 708· ὁ· - τὸ ὑδατῶδες [[μέρος]] τοῦ γάλακτος, «τυρόγαλον», ναῖον δ’ ὀρῷ [[ἄγγεα]] πάντα Ὀδ. Ι. 222· ὀρὸν πίνων Ρ. 225, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 6, Εὐστ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἄνωτ. 2) τὸ ὑδατῶδες [[μέρος]] τοῦ αἵματος, Πλάτ. Τίμ. 83D. 3) τὸ ὑγρὸν [[μέρος]] τῆς πίσσης, ὀρὸς πίσσης Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9, 2· ἀλλαχοῦ ὀρόπισσα, [[ὀρρόπισσα]], ἴδε Δουκάγγ. 4) ὀρὸς [[σπερματικός]], Πλούτ. 2. 909Ε. - Ὁ [[τύπος]] ὀρρὸς πρῶτον ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ., ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν αὐτὸν καὶ παρ’ Ἱπποκράτει ἐν τῷ περὶ Διαίτ. Ὀξ. 383. (Πρβλ. Σανσκρ. saras ([[ὡσαύτως]] saram, [[ὕδωρ]]), Λατ. serum· πρβλ. [[τυρός]].)
|lstext='''ὀρός''': ἀκολούθως [[ὀρρός]] (ἴδε κατωτ.)· [[οὖρος]] Νικ. Θηρ. 708· ὁ· - τὸ ὑδατῶδες [[μέρος]] τοῦ γάλακτος, «τυρόγαλον», ναῖον δ’ ὀρῷ [[ἄγγεα]] πάντα Ὀδ. Ι. 222· ὀρὸν πίνων Ρ. 225, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 6, Εὐστ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἄνωτ. 2) τὸ ὑδατῶδες [[μέρος]] τοῦ αἵματος, Πλάτ. Τίμ. 83D. 3) τὸ ὑγρὸν [[μέρος]] τῆς πίσσης, ὀρὸς πίσσης Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9, 2· ἀλλαχοῦ ὀρόπισσα, [[ὀρρόπισσα]], ἴδε Δουκάγγ. 4) ὀρὸς [[σπερματικός]], Πλούτ. 2. 909Ε. - Ὁ [[τύπος]] ὀρρὸς πρῶτον ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ., ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν αὐτὸν καὶ παρ’ Ἱπποκράτει ἐν τῷ περὶ Διαίτ. Ὀξ. 383. (Πρβλ. Σανσκρ. saras ([[ὡσαύτως]] saram, [[ὕδωρ]]), Λατ. serum· πρβλ. [[τυρός]].)
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> petit-lait;<br /><b>2</b> liquide séminal.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> saras, saram « eau ».
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρός Medium diacritics: ὀρός Low diacritics: ορός Capitals: ΟΡΟΣ
Transliteration A: orós Transliteration B: oros Transliteration C: oros Beta Code: o)ro/s

English (LSJ)

ὁ,

   A the watery or serous part of milk, whey, ναῖον δ' ὀρῷ ἄγγεα πάντα Od.9.222 ; ὀρὸν πίνων 17.225, cf. Hp.Mul.1.29, Acut.2, Arist. HA521b27, al., Eust.1626.1, 1818.23.    2 the watery part or serum of the blood, Pl.Ti.83d.    3 the watery part of wood-tar, ὀρὸς πίσσης Hp.Ulc.12, Thphr.HP3.9.2, Paul.Aeg.3.74.    4 σπερματικὸς ὀρός seminal fluid, Placit.5.23:—the form ὀρρός is f.l. in Hp. Il.cc., Arist. l.c., Ruf.Ren.Ves.14, etc.; the form οὐρός was coined by Nic. Th.708. (Cf. Skt. sarás, Adj. 'fluid', Lat. serum.)

German (Pape)

[Seite 385] ὁ, die Molken, der wässerige Theil der geronnenen Milch, serum; ναῖον δ' ὀρῷ ἄγγεα, Od. 9, 222; ὀρὸν πίνων, 17, 225; Eust. erkl. ἡ τοῦ γάλακτος ὑποστάθμη od. ὑδατώδης τοῦ γάλακ τος ὑπόστασις, Arist. H. A. 3, 20; Theophr. u. A.; – auch der wässerige Theil des Blutes, φλέγματος, Plat. Tim. 83 d, vgl. ὀῤῥός; u. des Theeres, sonst ὀρόπισσα; u. übh. eine Feuchtigkeit, ὁ σπερματικὸς ὀῤῥός, Plut. placit. phil. 5, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρός: ἀκολούθως ὀρρός (ἴδε κατωτ.)· οὖρος Νικ. Θηρ. 708· ὁ· - τὸ ὑδατῶδες μέρος τοῦ γάλακτος, «τυρόγαλον», ναῖον δ’ ὀρῷ ἄγγεα πάντα Ὀδ. Ι. 222· ὀρὸν πίνων Ρ. 225, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 6, Εὐστ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἄνωτ. 2) τὸ ὑδατῶδες μέρος τοῦ αἵματος, Πλάτ. Τίμ. 83D. 3) τὸ ὑγρὸν μέρος τῆς πίσσης, ὀρὸς πίσσης Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9, 2· ἀλλαχοῦ ὀρόπισσα, ὀρρόπισσα, ἴδε Δουκάγγ. 4) ὀρὸς σπερματικός, Πλούτ. 2. 909Ε. - Ὁ τύπος ὀρρὸς πρῶτον ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ., ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν αὐτὸν καὶ παρ’ Ἱπποκράτει ἐν τῷ περὶ Διαίτ. Ὀξ. 383. (Πρβλ. Σανσκρ. saras (ὡσαύτως saram, ὕδωρ), Λατ. serum· πρβλ. τυρός.)

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 petit-lait;
2 liquide séminal.
Étymologie: cf. skr. saras, saram « eau ».