ἀποστεγάζω: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποστεγάζω''': [[ἀποκαλύπτω]], «ξεσκεπάζω», πυκινὸν ῥόον Ἐμπεδ. 356, [[ὡσαύτως]] Ἀριστ. Πρβλ. 20. 14, 1· ἀπ. τὸ [[ἱερόν]], ἀφαιρῶ τὴν στέγην [[αὐτοῦ]], Στράβ. 198· ἀπ. τὸ [[τρῆμα]], ἀνοίγω αὐτό, Σωτάδ. Μαρωνίτης παρ’ Ἀθην. 621Β., ἀπεστέγασαν τὴν στέγην Εὐαγγ. κ. Μάρκ. β΄, 4. ΙΙ. = [[ἀποστέγω]] Ι, [[στεγάζω]] [[καλῶς]], [[σκεπάζω]], Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 6, 5.
|lstext='''ἀποστεγάζω''': [[ἀποκαλύπτω]], «ξεσκεπάζω», πυκινὸν ῥόον Ἐμπεδ. 356, [[ὡσαύτως]] Ἀριστ. Πρβλ. 20. 14, 1· ἀπ. τὸ [[ἱερόν]], ἀφαιρῶ τὴν στέγην [[αὐτοῦ]], Στράβ. 198· ἀπ. τὸ [[τρῆμα]], ἀνοίγω αὐτό, Σωτάδ. Μαρωνίτης παρ’ Ἀθην. 621Β., ἀπεστέγασαν τὴν στέγην Εὐαγγ. κ. Μάρκ. β΄, 4. ΙΙ. = [[ἀποστέγω]] Ι, [[στεγάζω]] [[καλῶς]], [[σκεπάζω]], Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 6, 5.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> ôter le toit, découvrir ; ouvrir;<br /><b>2</b> recouvrir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[στεγάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστεγάζω Medium diacritics: ἀποστεγάζω Low diacritics: αποστεγάζω Capitals: ΑΠΟΣΤΕΓΑΖΩ
Transliteration A: apostegázō Transliteration B: apostegazō Transliteration C: apostegazo Beta Code: a)postega/zw

English (LSJ)

   A uncover, πυκινὸν ῥόον Emp.100.14(prob. in 42.1); ἀ. τὸν νεών unroof it, Str.8.3.30, cf. 4.4.6 (Pass.), IG12(3).325.30 (Thera, ii A.D., Pass.); ἀ. τὸ τρῆμα open it, Sotad.2.    2 take off a covering, τὴν στέγην Ev.Marc.2.4.    II = ἀποστέγω 1, cover closely, Thphr.CP5.6.5, Arist.Pr.924a37.

German (Pape)

[Seite 326] 1) abdecken, das Dach abtragen, Strab.; N. T.; öffnen, τρῆμα Sotad. bei Ath. XIV, 621 b. – 2) überdecken, theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστεγάζω: ἀποκαλύπτω, «ξεσκεπάζω», πυκινὸν ῥόον Ἐμπεδ. 356, ὡσαύτως Ἀριστ. Πρβλ. 20. 14, 1· ἀπ. τὸ ἱερόν, ἀφαιρῶ τὴν στέγην αὐτοῦ, Στράβ. 198· ἀπ. τὸ τρῆμα, ἀνοίγω αὐτό, Σωτάδ. Μαρωνίτης παρ’ Ἀθην. 621Β., ἀπεστέγασαν τὴν στέγην Εὐαγγ. κ. Μάρκ. β΄, 4. ΙΙ. = ἀποστέγω Ι, στεγάζω καλῶς, σκεπάζω, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 6, 5.

French (Bailly abrégé)

1 ôter le toit, découvrir ; ouvrir;
2 recouvrir.
Étymologie: ἀπό, στεγάζω.