ἀποσκορακίζω: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσκορᾰκίζω''': μέλλ. -ίσω, (ἐς κόρακας), [[πέμπω]] εἰς τοὺς κόρακας, «στέλνω ᾽ς τὸν διάβολον», [[ἀποδιώκω]] [[ὥστε]] νὰ μὴ φανῇ πλέον, Ἑβδ. (Ἡσ. ιζ΄, 13), Πλούτ. 2. 740Α, Ἀκλίφρ. 1. 38: - Ἐντεῦθεν, ῥηματ. ἐπίθ. -κιστέον, πρέπει τις ν’ ἀποσκορακίσῃ, νὰ ἀποπέμψη, νὰ ἀπορρίψῃ ν’ ἀποβάλῃ, Κλήμ. Ἀλ. 243.
|lstext='''ἀποσκορᾰκίζω''': μέλλ. -ίσω, (ἐς κόρακας), [[πέμπω]] εἰς τοὺς κόρακας, «στέλνω ᾽ς τὸν διάβολον», [[ἀποδιώκω]] [[ὥστε]] νὰ μὴ φανῇ πλέον, Ἑβδ. (Ἡσ. ιζ΄, 13), Πλούτ. 2. 740Α, Ἀκλίφρ. 1. 38: - Ἐντεῦθεν, ῥηματ. ἐπίθ. -κιστέον, πρέπει τις ν’ ἀποσκορακίσῃ, νὰ ἀποπέμψη, νὰ ἀπορρίψῃ ν’ ἀποβάλῃ, Κλήμ. Ἀλ. 243.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποσκορακιῶ;<br />envoyer aux corbeaux <i>(cf. fr. « au diable »)</i>, chasser avec colère <i>ou</i> mépris.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], locut. [[ἐς]] κόρακας, suff. -ίζω ; cf. [[σκορακίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκορᾰκίζω Medium diacritics: ἀποσκορακίζω Low diacritics: αποσκορακίζω Capitals: ΑΠΟΣΚΟΡΑΚΙΖΩ
Transliteration A: aposkorakízō Transliteration B: aposkorakizō Transliteration C: aposkorakizo Beta Code: a)poskoraki/zw

English (LSJ)

(ἐς κόρακας)

   A wish one far enough, curse, damn, LXX Is.17.13, Plu.2.740a, Alciphr.1.38, Iamb.VP25.112.

German (Pape)

[Seite 325] (ἐς κόρακας ἀποπέμπειν), Einen zum Henker, an den Galgen schicken, Plut. Symp. 9, 5, 1; Alciphr. 1, 38 u. Sp., wie Liban. progymn. myth. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκορᾰκίζω: μέλλ. -ίσω, (ἐς κόρακας), πέμπω εἰς τοὺς κόρακας, «στέλνω ᾽ς τὸν διάβολον», ἀποδιώκω ὥστε νὰ μὴ φανῇ πλέον, Ἑβδ. (Ἡσ. ιζ΄, 13), Πλούτ. 2. 740Α, Ἀκλίφρ. 1. 38: - Ἐντεῦθεν, ῥηματ. ἐπίθ. -κιστέον, πρέπει τις ν’ ἀποσκορακίσῃ, νὰ ἀποπέμψη, νὰ ἀπορρίψῃ ν’ ἀποβάλῃ, Κλήμ. Ἀλ. 243.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποσκορακιῶ;
envoyer aux corbeaux (cf. fr. « au diable »), chasser avec colère ou mépris.
Étymologie: ἀπό, locut. ἐς κόρακας, suff. -ίζω ; cf. σκορακίζω.