ἀσκωλιάζω: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσκωλιάζω''': μέλλ. -άσσω, πηδῶ [[ἐπάνω]] εἰς ἀσκὸν ὡς ἐν τῇ ἑορτῇ τῶν Ἀσκωλίων, ἥτις ἤγετο τῇ β΄ ἡμέρᾳ τῶν κατ’ ἀγροὺς Διονυσίων, «ἑορτὴν οἱ Ἀθηναίοι ἦγον τὰ Ἀσκώλια, ἐν ᾖ ἐνήλλοντο τοῖς ἀσκοῖς εἰς τιμὴν τοῦ Διονύσου» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1130· «[[κυρίως]] δὲ ἀσκωλιάζειν ἔλεγον τὸ ἐπὶ ἀσκῶν ἅλεσθαι [[ἕνεκα]] τοῦ γέλωτα ποιεῖν. Ἐν μέσῳ δὲ τοῦ θεάτρου ἐτίθεντο ἀσκοὺς πεφυσημένους καὶ ἀληλιμμένους εἰς οὓς ἐναλλόμενοι ἐνωλίσθαινον, καθάπερ Εὔβουλός φησι» κτλ. [[αὐτόθι]]· - ἀσκωλίαζ’ [[ἐνταῦθα]] πρὸς τὴν αἰθρίαν Ἀριστοφ. Πλ. 1129· καὶ [[πρός]] γε τούτοις ἀσκὸν εἰς [[μέσον]] καταθέντες, εἰσάλλεσθε καὶ καχάζετε ἐπὶ τοῖς καταρρέουσιν ἀπὸ κελεύσματος Εὔβουλος ἐν «Ἀμαλθείᾳ» 2· Οὐεργ. Γεωργ. 2. 384 (unctos saluere per utres)· ἀσκωλιάζειν ῥᾷον ἐπὶ τοῖς ἀριστεροῖς, [[ὁπόθεν]] φαίνεται ὅτι σημαίνει ἡ λέξ. ἐφ’ ἑνὸς ποδὸς [[ἐφάλλομαι]], ὡς νῦν [[παίζω]] τὸν «κουτσόν», Ἀριστ. περὶ Πορ. Ζ. 4, 8· πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 190Α, Αἰλ. π. Ζ. 3. 13, Πλούτ. 2. 621F, [[Πολυδ]]. Β΄, 194, Ἡσύχ., κτλ.· [[τύπος]] τις ἀσκωλίζω μνημονεύεται ὑπὸ Φρυν. ἐν Α. Β. 24 «ἀσκωλιάζειν καὶ ἀκσωλίζειν: σημαίνει τὸ [[ὥσπερ]] ὑπὸ σκώλου πεπληγμένον ἐφ’ ἓν [[σκέλος]] ἅλλεσθαι», πρβλ. καὶ 452, An. Bachm. 1. 366· οὕτω δὲ ἀνεγινώσκετο καὶ παρὰ Πλάτωνι ἔνθ’ ἀνωτ. ὑπὸ Στοβαίου 395, 21.
|lstext='''ἀσκωλιάζω''': μέλλ. -άσσω, πηδῶ [[ἐπάνω]] εἰς ἀσκὸν ὡς ἐν τῇ ἑορτῇ τῶν Ἀσκωλίων, ἥτις ἤγετο τῇ β΄ ἡμέρᾳ τῶν κατ’ ἀγροὺς Διονυσίων, «ἑορτὴν οἱ Ἀθηναίοι ἦγον τὰ Ἀσκώλια, ἐν ᾖ ἐνήλλοντο τοῖς ἀσκοῖς εἰς τιμὴν τοῦ Διονύσου» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1130· «[[κυρίως]] δὲ ἀσκωλιάζειν ἔλεγον τὸ ἐπὶ ἀσκῶν ἅλεσθαι [[ἕνεκα]] τοῦ γέλωτα ποιεῖν. Ἐν μέσῳ δὲ τοῦ θεάτρου ἐτίθεντο ἀσκοὺς πεφυσημένους καὶ ἀληλιμμένους εἰς οὓς ἐναλλόμενοι ἐνωλίσθαινον, καθάπερ Εὔβουλός φησι» κτλ. [[αὐτόθι]]· - ἀσκωλίαζ’ [[ἐνταῦθα]] πρὸς τὴν αἰθρίαν Ἀριστοφ. Πλ. 1129· καὶ [[πρός]] γε τούτοις ἀσκὸν εἰς [[μέσον]] καταθέντες, εἰσάλλεσθε καὶ καχάζετε ἐπὶ τοῖς καταρρέουσιν ἀπὸ κελεύσματος Εὔβουλος ἐν «Ἀμαλθείᾳ» 2· Οὐεργ. Γεωργ. 2. 384 (unctos saluere per utres)· ἀσκωλιάζειν ῥᾷον ἐπὶ τοῖς ἀριστεροῖς, [[ὁπόθεν]] φαίνεται ὅτι σημαίνει ἡ λέξ. ἐφ’ ἑνὸς ποδὸς [[ἐφάλλομαι]], ὡς νῦν [[παίζω]] τὸν «κουτσόν», Ἀριστ. περὶ Πορ. Ζ. 4, 8· πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 190Α, Αἰλ. π. Ζ. 3. 13, Πλούτ. 2. 621F, [[Πολυδ]]. Β΄, 194, Ἡσύχ., κτλ.· [[τύπος]] τις ἀσκωλίζω μνημονεύεται ὑπὸ Φρυν. ἐν Α. Β. 24 «ἀσκωλιάζειν καὶ ἀκσωλίζειν: σημαίνει τὸ [[ὥσπερ]] ὑπὸ σκώλου πεπληγμένον ἐφ’ ἓν [[σκέλος]] ἅλλεσθαι», πρβλ. καὶ 452, An. Bachm. 1. 366· οὕτω δὲ ἀνεγινώσκετο καὶ παρὰ Πλάτωνι ἔνθ’ ἀνωτ. ὑπὸ Στοβαίου 395, 21.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀσκωλιάσω;<br />sauter à cloche-pied ; se tenir sur un pied.<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., [[σκωλιάζω]] -- DELG soit [[ἀσκός]], car le jeu consistait à sauter ou à se tenir en équilibre sur des outres, soit croisement avec [[σκωλοβατίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκωλιάζω Medium diacritics: ἀσκωλιάζω Low diacritics: ασκωλιάζω Capitals: ΑΣΚΩΛΙΑΖΩ
Transliteration A: askōliázō Transliteration B: askōliazō Transliteration C: askoliazo Beta Code: a)skwlia/zw

English (LSJ)

   A hop on greased wineskins at the Ἀσκώλια, Ar.Pl.1129 (cf. Sch.).    II hop on one leg, ἀσκωλιάζειν ῥᾷον ἐπὶ τοῖς ἀριστεροῖς Arist.IA705b33, cf. Ael.NA3.13, Plu.2.621f, Gal.11.106; also, jump up and down with legs held together, Sch.Orib.3p.689D. (Signf. 11 may be original and the connexion with ἀσκός due to popular etymology.)

German (Pape)

[Seite 372] an den Askolien auf den Schläuchen mit einem Beine tanzen; übh. auf einem Beine tanzen, springen, Ar. Plut. 1129 Plat. Conv. 190 d; auf einem Beine stehen, Arist. Inc. anim. 4; Ael. H. A. 3, 13; vgl. Luc. Lexiph. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκωλιάζω: μέλλ. -άσσω, πηδῶ ἐπάνω εἰς ἀσκὸν ὡς ἐν τῇ ἑορτῇ τῶν Ἀσκωλίων, ἥτις ἤγετο τῇ β΄ ἡμέρᾳ τῶν κατ’ ἀγροὺς Διονυσίων, «ἑορτὴν οἱ Ἀθηναίοι ἦγον τὰ Ἀσκώλια, ἐν ᾖ ἐνήλλοντο τοῖς ἀσκοῖς εἰς τιμὴν τοῦ Διονύσου» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1130· «κυρίως δὲ ἀσκωλιάζειν ἔλεγον τὸ ἐπὶ ἀσκῶν ἅλεσθαι ἕνεκα τοῦ γέλωτα ποιεῖν. Ἐν μέσῳ δὲ τοῦ θεάτρου ἐτίθεντο ἀσκοὺς πεφυσημένους καὶ ἀληλιμμένους εἰς οὓς ἐναλλόμενοι ἐνωλίσθαινον, καθάπερ Εὔβουλός φησι» κτλ. αὐτόθι· - ἀσκωλίαζ’ ἐνταῦθα πρὸς τὴν αἰθρίαν Ἀριστοφ. Πλ. 1129· καὶ πρός γε τούτοις ἀσκὸν εἰς μέσον καταθέντες, εἰσάλλεσθε καὶ καχάζετε ἐπὶ τοῖς καταρρέουσιν ἀπὸ κελεύσματος Εὔβουλος ἐν «Ἀμαλθείᾳ» 2· Οὐεργ. Γεωργ. 2. 384 (unctos saluere per utres)· ἀσκωλιάζειν ῥᾷον ἐπὶ τοῖς ἀριστεροῖς, ὁπόθεν φαίνεται ὅτι σημαίνει ἡ λέξ. ἐφ’ ἑνὸς ποδὸς ἐφάλλομαι, ὡς νῦν παίζω τὸν «κουτσόν», Ἀριστ. περὶ Πορ. Ζ. 4, 8· πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 190Α, Αἰλ. π. Ζ. 3. 13, Πλούτ. 2. 621F, Πολυδ. Β΄, 194, Ἡσύχ., κτλ.· τύπος τις ἀσκωλίζω μνημονεύεται ὑπὸ Φρυν. ἐν Α. Β. 24 «ἀσκωλιάζειν καὶ ἀκσωλίζειν: σημαίνει τὸ ὥσπερ ὑπὸ σκώλου πεπληγμένον ἐφ’ ἓν σκέλος ἅλλεσθαι», πρβλ. καὶ 452, An. Bachm. 1. 366· οὕτω δὲ ἀνεγινώσκετο καὶ παρὰ Πλάτωνι ἔνθ’ ἀνωτ. ὑπὸ Στοβαίου 395, 21.

French (Bailly abrégé)

f. ἀσκωλιάσω;
sauter à cloche-pied ; se tenir sur un pied.
Étymologie: ἀ- prosth., σκωλιάζω -- DELG soit ἀσκός, car le jeu consistait à sauter ou à se tenir en équilibre sur des outres, soit croisement avec σκωλοβατίζω.