ἀφεγγής: Difference between revisions
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφεγγής''': -ές, [[ἄνευ]] φέγγους, φωτός, φῶς ἀφ., φῶς μὴ ὂν φῶς (δηλ. τοῖς τυφλοῖς), Σοφ. Ο. Κ. 1549· ὁ Εὐρ. ἀποκαλεῖ τὴν σελήνην, νυκτὸς ἀφεγγὲς [[βλέφαρον]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἥλιον, Φοίν. 543· Ἅιδα... τὸν ἀφεγγέα χῶρον Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 372. 13. 2) ἀφανὴς εἰς τὸν ὀφθαλμὸν ἢ [[ἁπλῶς]], [[ἀμυδρός]], [[ἀσαφής]], ὀδμὰ Αἰσχύλ. Πρ. 115. 3) μεταφ., εἴ τι.. τυγχάνεις ἀφεγγὲς φέρειν, ἀτυχές τι, Σοφ. Ο. Κ. 1481. | |lstext='''ἀφεγγής''': -ές, [[ἄνευ]] φέγγους, φωτός, φῶς ἀφ., φῶς μὴ ὂν φῶς (δηλ. τοῖς τυφλοῖς), Σοφ. Ο. Κ. 1549· ὁ Εὐρ. ἀποκαλεῖ τὴν σελήνην, νυκτὸς ἀφεγγὲς [[βλέφαρον]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἥλιον, Φοίν. 543· Ἅιδα... τὸν ἀφεγγέα χῶρον Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 372. 13. 2) ἀφανὴς εἰς τὸν ὀφθαλμὸν ἢ [[ἁπλῶς]], [[ἀμυδρός]], [[ἀσαφής]], ὀδμὰ Αἰσχύλ. Πρ. 115. 3) μεταφ., εἴ τι.. τυγχάνεις ἀφεγγὲς φέρειν, ἀτυχές τι, Σοφ. Ο. Κ. 1481. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> sans éclat, sombre, obscur ; <i>fig.</i> sombre, sinistre;<br /><b>2</b> [[φῶς]] ἀφεγγές SOPH lumière qui n’en est pas une, <i>càd</i> l’obscurité où vit un aveugle;<br /><b>3</b> indistinct, confus.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[φέγγος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A without light, φῶς ἀ. a light that is no light (i. e. to the blind), S.OC1549; νυκτὸς ἀφεγγὲς βλέφαρον, of the moon, E.Ph.543; simply, dark, σπῆλυγξ Opp.C.3.324; ὀμίχλη AP9.675; δηϊοτής a night battle, Nonn. D.24.165; Ἀΐδα . . τὸν ἀφεγγέα χῶρον Epigr.Gr.372.13 (Cotiaeum), cf. D.H.8.52. 2 not visible to the eye, ὀδμά A.Pr.115. 3 metaph., εἴ τι . . τυγχάνεις ἀφεγγὲς φέρων something ill-starred, unlucky, S.OC1481 (lyr.). 4 obscure, ἔκδοσις Olymp.Alch.p.70B.
German (Pape)
[Seite 408] ές (φέγγος), ohne Licht, dunkel, unsichtbar, ὀδμή Aesch. Prom. 115; φῶς Soph. O. C. 1546, das der blinde Oedipus nicht sieht; unglücklich, 1478 ch.; νυκτὸς βλέφαρον Eur. Phoen. 546; καὶ καταχθόνιος τόπος Dion. Hal. 8, 52.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφεγγής: -ές, ἄνευ φέγγους, φωτός, φῶς ἀφ., φῶς μὴ ὂν φῶς (δηλ. τοῖς τυφλοῖς), Σοφ. Ο. Κ. 1549· ὁ Εὐρ. ἀποκαλεῖ τὴν σελήνην, νυκτὸς ἀφεγγὲς βλέφαρον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἥλιον, Φοίν. 543· Ἅιδα... τὸν ἀφεγγέα χῶρον Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 372. 13. 2) ἀφανὴς εἰς τὸν ὀφθαλμὸν ἢ ἁπλῶς, ἀμυδρός, ἀσαφής, ὀδμὰ Αἰσχύλ. Πρ. 115. 3) μεταφ., εἴ τι.. τυγχάνεις ἀφεγγὲς φέρειν, ἀτυχές τι, Σοφ. Ο. Κ. 1481.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 sans éclat, sombre, obscur ; fig. sombre, sinistre;
2 φῶς ἀφεγγές SOPH lumière qui n’en est pas une, càd l’obscurité où vit un aveugle;
3 indistinct, confus.
Étymologie: ἀ, φέγγος.