βαλβίς: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βαλβίς''': ῖδος, ἡ, [[κυρίως]] τὸ [[σχοινίον]] τὸ τεινόμενον ἐν τῷ ἀγῶνι τοῦ δρόμου πρὸ τῶν ἀγωνιζομένων· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. carceres, τὰ ξύλα ἢ οἱ στῦλοι, ἀφ’ ὧν ἦτο τὸ [[σχοινίον]] τοῦτο διατεταμένον, [[ἑπομένως]] ἡ γραμμὴ ἐξ ἧς οἱ ἀγωνιζόμενοι ἀνεχώρουν καὶ εἰς ἣν ἐπέστρεφον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1159· [[ὡσαύτως]] τὸ [[σημεῖον]] ἀφ’ οὗ ὁ [[δίσκος]] ἐρρίπτετο, Φιλόστρ. 798· [[ἐντεῦθεν]], πᾶν [[σημεῖον]] ἀναχωρήσεως, ἀπὸ βαλβίδων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 867. Ἀριστοφ. Σφ. 548· μεταφ., ἕρπε πρὸς βαλβῖδα λυπηρὰν βίου Εὐρ. Μηδ. 1245· ἐκ β. εἰς [[τέρμα]] Θεμίστ. 177D. ΙΙ. [[ἐπειδὴ]] δὲ τὸ [[σημεῖον]] τῆς ἀναχωρήσεως ἦτο καὶ [[τέρμα]], βαλβῖδες ἐκαλεῖτο πᾶν ὅ,τι πρέπει τις νὰ κερδήσῃ, [[οἷον]] αἱ ἐπάλξεις (ὑπὸ τοῦ ἀναβαίνοντος τὸ [[τεῖχος]]), Σοφ. Ἀντ. 131· πρβλ. Λυκ. 286, Ὀππ. Κ. 1. 513. (II.0., ὡς τὸ [[βηλός]], ἐκ √ΒΑ (βαίνω).) | |lstext='''βαλβίς''': ῖδος, ἡ, [[κυρίως]] τὸ [[σχοινίον]] τὸ τεινόμενον ἐν τῷ ἀγῶνι τοῦ δρόμου πρὸ τῶν ἀγωνιζομένων· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. carceres, τὰ ξύλα ἢ οἱ στῦλοι, ἀφ’ ὧν ἦτο τὸ [[σχοινίον]] τοῦτο διατεταμένον, [[ἑπομένως]] ἡ γραμμὴ ἐξ ἧς οἱ ἀγωνιζόμενοι ἀνεχώρουν καὶ εἰς ἣν ἐπέστρεφον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1159· [[ὡσαύτως]] τὸ [[σημεῖον]] ἀφ’ οὗ ὁ [[δίσκος]] ἐρρίπτετο, Φιλόστρ. 798· [[ἐντεῦθεν]], πᾶν [[σημεῖον]] ἀναχωρήσεως, ἀπὸ βαλβίδων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 867. Ἀριστοφ. Σφ. 548· μεταφ., ἕρπε πρὸς βαλβῖδα λυπηρὰν βίου Εὐρ. Μηδ. 1245· ἐκ β. εἰς [[τέρμα]] Θεμίστ. 177D. ΙΙ. [[ἐπειδὴ]] δὲ τὸ [[σημεῖον]] τῆς ἀναχωρήσεως ἦτο καὶ [[τέρμα]], βαλβῖδες ἐκαλεῖτο πᾶν ὅ,τι πρέπει τις νὰ κερδήσῃ, [[οἷον]] αἱ ἐπάλξεις (ὑπὸ τοῦ ἀναβαίνοντος τὸ [[τεῖχος]]), Σοφ. Ἀντ. 131· πρβλ. Λυκ. 286, Ὀππ. Κ. 1. 513. (II.0., ὡς τὸ [[βηλός]], ἐκ √ΒΑ (βαίνω).) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> barrière;<br /><b>2</b> barrière <i>ou</i> borne marquant un point de départ <i>ou</i> d’arrivée, terme, but ; ἐπ’ ἄκρων βαλβίδων SOPH au sommet des créneaux (qui étaient le but de l’assaut) ; <i>fig.</i> βαλβὶς βίου EUR terme de la vie.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn., qui risque d’être emprunté. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ῖδος, ἡ, prop.
A rope drawn across the race-course at the starting and finishing-point: mostly in pl., posts to which this rope was attached, Ar.Eq.1159: so in sg., turning-post, νῆσος β. ξεστῇ εἴκασται Philostr.VA5.5: also, platform from which the quoit was thrown, Id.Im.1.24: hence, any starting-point, Antipho Soph.69; βαλβίδων ἄπο E.HF867, cf. Ar.V.548: metaph., ἕρπε πρὸς βαλβῖδα λυπηρὰν βίου E.Med.1245; ἐκ β. εἰς τέρμα Them.Or.13.177d; β. λόγου βέβληται Philostr.VS2.20.3; βιβλίου AP4.3b.75 (Agath.); but, edge, ib.39. II since the starting-point was also the goal, βαλβῖδες was used for any point to be gained, as the battlements (by one scaling a wall), S.Ant.131 (lyr.), cf. Lyc.287, Opp.C.1.513. III = κοιλότης παραμήκης, Gal.19.87; v. foreg.
German (Pape)
[Seite 428] ῖδος, ἡ, die Schranke in der Rennbahn, nach B. A. p. 220 ξύλα δύο τῶν δρομέων, ἀφ' ὧν σχοινίον τι διατέταται, ὃ καλεῖται βαλβίς, ἵνα ἐντεῦθεν ἐκδράμωσιν οἱ ἀγωνιζόμενοι, ähnl. andere VLL.; ἄφες ἀπὸ βαλβίδων ἐμέ Ar. Equ. 1159; Sp. Auch der Standort, von dem aus man den Diskus wirst, Philostr. – Uebertr., Mauerzinne, Soph. Ant. 131; Schwelle, Eur. Herc. fur. 867; Grundlage, Philostr. Bei Agath. prooem. β. θαλάσσης, die Wasserfläche. – Dah. a) Anfang, εὐθὺς ἀπὸ βαλβίδων Ar. Vesp. 548; λόγου Philostr. – b) Ende, βίου Eur. Med. 1244; Lycophr 287; Opp. C. 1, 513.
Greek (Liddell-Scott)
βαλβίς: ῖδος, ἡ, κυρίως τὸ σχοινίον τὸ τεινόμενον ἐν τῷ ἀγῶνι τοῦ δρόμου πρὸ τῶν ἀγωνιζομένων· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. carceres, τὰ ξύλα ἢ οἱ στῦλοι, ἀφ’ ὧν ἦτο τὸ σχοινίον τοῦτο διατεταμένον, ἑπομένως ἡ γραμμὴ ἐξ ἧς οἱ ἀγωνιζόμενοι ἀνεχώρουν καὶ εἰς ἣν ἐπέστρεφον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1159· ὡσαύτως τὸ σημεῖον ἀφ’ οὗ ὁ δίσκος ἐρρίπτετο, Φιλόστρ. 798· ἐντεῦθεν, πᾶν σημεῖον ἀναχωρήσεως, ἀπὸ βαλβίδων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 867. Ἀριστοφ. Σφ. 548· μεταφ., ἕρπε πρὸς βαλβῖδα λυπηρὰν βίου Εὐρ. Μηδ. 1245· ἐκ β. εἰς τέρμα Θεμίστ. 177D. ΙΙ. ἐπειδὴ δὲ τὸ σημεῖον τῆς ἀναχωρήσεως ἦτο καὶ τέρμα, βαλβῖδες ἐκαλεῖτο πᾶν ὅ,τι πρέπει τις νὰ κερδήσῃ, οἷον αἱ ἐπάλξεις (ὑπὸ τοῦ ἀναβαίνοντος τὸ τεῖχος), Σοφ. Ἀντ. 131· πρβλ. Λυκ. 286, Ὀππ. Κ. 1. 513. (II.0., ὡς τὸ βηλός, ἐκ √ΒΑ (βαίνω).)
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 barrière;
2 barrière ou borne marquant un point de départ ou d’arrivée, terme, but ; ἐπ’ ἄκρων βαλβίδων SOPH au sommet des créneaux (qui étaient le but de l’assaut) ; fig. βαλβὶς βίου EUR terme de la vie.
Étymologie: DELG terme techn., qui risque d’être emprunté.