Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βλήχων: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βλήχων''': ἡ (μεταγεν. ὁ, Γεωπ.), γεν. –ωνος, [[ὡσαύτως]] βληχώ, γεν. –οῦς· καὶ [[γλήχων]], -ώ, Δωρ. [[γλάχων]], -ώ: - [[εἶδος]] φυτοῦ, («φλησκοῦνι»), Λατ. mentha pulegium, ἴδε κατωτ. ΙΙ. = ἐφήβαιον, κατ’ αἰτιατ. βληχὼ Ἀριστοφ. Λυσ. 89. - Ὁ Φρύν. ἐν Α. Β. 30 καὶ ἕτεροι γραμματικοὶ παριστάνουσι τὸν μὲν τύπον [[γλήχων]] (ἢ γληχὼ) ὡς Ἰων., τὸν δὲ [[γλάχων]] (γλαχὼ) ὡς Δωρικ. καὶ τὸν [[βλήχων]] (βληχὼ) ὡς τὸν Ἀττικόν, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 712· τὰ δὲ ἑπόμενα παραδείγματα ἐπικυροῦσι τὴν διάκρισιν ταύτην: γεν. γλήχωνος Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 209, γληχοῦς Ἱππ. 497. 33 καὶ 47· γλάχωνος Βοιωτ. παρ’ Ἀριστοφ. Ἀχ. 869· αἰτιατ. γλάχωνα [[αὐτόθι]] 861· γλαχὼ [[αὐτόθι]] 874, Θεόκρ. 5. 56· βληχὼ Ἀριστοφ. Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. [[βληχωνίας]]· ἀλλὰ δοτ. γληχοῖ Θεοφρ. Ι. Φ. 9. 16, 1.
|lstext='''βλήχων''': ἡ (μεταγεν. ὁ, Γεωπ.), γεν. –ωνος, [[ὡσαύτως]] βληχώ, γεν. –οῦς· καὶ [[γλήχων]], -ώ, Δωρ. [[γλάχων]], -ώ: - [[εἶδος]] φυτοῦ, («φλησκοῦνι»), Λατ. mentha pulegium, ἴδε κατωτ. ΙΙ. = ἐφήβαιον, κατ’ αἰτιατ. βληχὼ Ἀριστοφ. Λυσ. 89. - Ὁ Φρύν. ἐν Α. Β. 30 καὶ ἕτεροι γραμματικοὶ παριστάνουσι τὸν μὲν τύπον [[γλήχων]] (ἢ γληχὼ) ὡς Ἰων., τὸν δὲ [[γλάχων]] (γλαχὼ) ὡς Δωρικ. καὶ τὸν [[βλήχων]] (βληχὼ) ὡς τὸν Ἀττικόν, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 712· τὰ δὲ ἑπόμενα παραδείγματα ἐπικυροῦσι τὴν διάκρισιν ταύτην: γεν. γλήχωνος Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 209, γληχοῦς Ἱππ. 497. 33 καὶ 47· γλάχωνος Βοιωτ. παρ’ Ἀριστοφ. Ἀχ. 869· αἰτιατ. γλάχωνα [[αὐτόθι]] 861· γλαχὼ [[αὐτόθι]] 874, Θεόκρ. 5. 56· βληχὼ Ἀριστοφ. Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. [[βληχωνίας]]· ἀλλὰ δοτ. γληχοῖ Θεοφρ. Ι. Φ. 9. 16, 1.
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ἡ, <i>postér.</i> ὁ)<br /><i>c.</i> [[βληχώ]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλήχων Medium diacritics: βλήχων Low diacritics: βλήχων Capitals: ΒΛΗΧΩΝ
Transliteration A: blḗchōn Transliteration B: blēchōn Transliteration C: vlichon Beta Code: blh/xwn

English (LSJ)

ἡ (later ὁ, Gp.8.7), gen. ωνος, also βληχώ, gen. οῦς; Ion. γλήχων, βληχ-ώ, Dor. γλάχων, βληχ-ώ (on the forms see Phryn.PS p.53 B., Sch.Ar.Pax711), dat.

   A γλήχωνι h.Cer.209; βληχοῖ Thphr.HP 9.16.1: gen. γληχοῦς Hp.Morb.3.17; γλάχωνος Boeot. ap. Ar.Ach. 869: acc. γλάχωνα ib.861, Theoc.5.56; γλήχωνα Herod.9.13; γλαχώ Ar.Ach.874; βληχώ Id.Lys.89:—pennyroyal, Mentha Pulegium, Il.cc., Dsc.3.31, etc.

German (Pape)

[Seite 449] ωνος, ἡ, u. βληχώ, bes. acc. βληχώ, ion. γλήχων, dor. γλάχων, Polei, mentha pulegium, vgl. B. A. 30. In obscönem Sinne τὴν βληχὼ παρατετιλμένη Ar. Lys. 89, Schol. τὸ αἰδοῖον.

Greek (Liddell-Scott)

βλήχων: ἡ (μεταγεν. ὁ, Γεωπ.), γεν. –ωνος, ὡσαύτως βληχώ, γεν. –οῦς· καὶ γλήχων, -ώ, Δωρ. γλάχων, -ώ: - εἶδος φυτοῦ, («φλησκοῦνι»), Λατ. mentha pulegium, ἴδε κατωτ. ΙΙ. = ἐφήβαιον, κατ’ αἰτιατ. βληχὼ Ἀριστοφ. Λυσ. 89. - Ὁ Φρύν. ἐν Α. Β. 30 καὶ ἕτεροι γραμματικοὶ παριστάνουσι τὸν μὲν τύπον γλήχων (ἢ γληχὼ) ὡς Ἰων., τὸν δὲ γλάχων (γλαχὼ) ὡς Δωρικ. καὶ τὸν βλήχων (βληχὼ) ὡς τὸν Ἀττικόν, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 712· τὰ δὲ ἑπόμενα παραδείγματα ἐπικυροῦσι τὴν διάκρισιν ταύτην: γεν. γλήχωνος Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 209, γληχοῦς Ἱππ. 497. 33 καὶ 47· γλάχωνος Βοιωτ. παρ’ Ἀριστοφ. Ἀχ. 869· αἰτιατ. γλάχωνα αὐτόθι 861· γλαχὼ αὐτόθι 874, Θεόκρ. 5. 56· βληχὼ Ἀριστοφ. Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. βληχωνίας· ἀλλὰ δοτ. γληχοῖ Θεοφρ. Ι. Φ. 9. 16, 1.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ἡ, postér. ὁ)
c. βληχώ.