δακρυόεις: Difference between revisions
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δακρυόεις''': εσσα, εν, 1) ἐπὶ προσώπων, [[πλήρης]] δακρύων, ὁ πολὺ κλαίων, Ἰλ. Φ. 506, κτλ.· οὕτω [[γόος]] Ὀδ. Ω. 322· δακρυόεν γελάσαι, ὡς ἐπίρρ., μειδιῶ διὰ μέσου τῶν δακρύων, Ἰλ. Ζ. 484. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ [[πλήρης]] δακρύων, παρέχων δάκρυα, [[πόλεμος]], [[μάχη]] Ἰλ. Ε. 737. | |lstext='''δακρυόεις''': εσσα, εν, 1) ἐπὶ προσώπων, [[πλήρης]] δακρύων, ὁ πολὺ κλαίων, Ἰλ. Φ. 506, κτλ.· οὕτω [[γόος]] Ὀδ. Ω. 322· δακρυόεν γελάσαι, ὡς ἐπίρρ., μειδιῶ διὰ μέσου τῶν δακρύων, Ἰλ. Ζ. 484. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ [[πλήρης]] δακρύων, παρέχων δάκρυα, [[πόλεμος]], [[μάχη]] Ἰλ. Ε. 737. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όεσσα, όεν;<br /><b>1</b> plein de larmes : [[γόος]] [[δακρυόεις]] OD gémissement mêlé de larmes ; δακρυόεν γελάσασα IL ayant souri sous les larmes;<br /><b>2</b> qui fait pleurer (guerre, combat, douleur, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[δάκρυον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
εσσα, εν, neut.
A -όειν A.R.4.1291: 1 of persons, tearful, Il.21.506, etc.; γόος Od.24.323; δακρυόεν γελάσασα smiling through tears, Il.6.484. 2 of things, causing tears, πόλεμος, ἄλγεα, θάνατος, 5.737, Hes.Th.227, etc.
German (Pape)
[Seite 519] εσσα, εν, thränenreich: – a) weinend, Thränen vergießend, von Menschen: δακρυόεις πάις Iliad. 22, 499; δακρ υόεσσα κούρη Iliad. 16, 10; δακρυόεντες ἑταῐροι Odyss. 10, 415; δακρυόεσσαι Νηρηίδες Iliad. 18, 66. – Odyss. 4, 801 γόοιο δακρυόεντος; Iliad. 6. 484 δακρυόεν γελάσασα. durch Thränen lächelnd. – Auch Folgende, z. B. Eur. Phoen. 323. – b) Thränen verursachend, Weinen erregend: πόλεμον δακρυόεντα Iliad. 5, 737; μάχης δακρυοέσσης Iliad. 13, 765; ἰῶκα δακρυόεσσαν Iliad. 11, 601. – Folgende: ἄλγεα Hes. Th. 227; πεύκη Ἰλίῳ δ., die Ilios Thränen brachte, Eur. Hel. 234; κόνις, δόμος, Anth. (App. 9, 35. 260).
Greek (Liddell-Scott)
δακρυόεις: εσσα, εν, 1) ἐπὶ προσώπων, πλήρης δακρύων, ὁ πολὺ κλαίων, Ἰλ. Φ. 506, κτλ.· οὕτω γόος Ὀδ. Ω. 322· δακρυόεν γελάσαι, ὡς ἐπίρρ., μειδιῶ διὰ μέσου τῶν δακρύων, Ἰλ. Ζ. 484. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ πλήρης δακρύων, παρέχων δάκρυα, πόλεμος, μάχη Ἰλ. Ε. 737.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
1 plein de larmes : γόος δακρυόεις OD gémissement mêlé de larmes ; δακρυόεν γελάσασα IL ayant souri sous les larmes;
2 qui fait pleurer (guerre, combat, douleur, etc.).
Étymologie: δάκρυον.