διαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαίνω''': μέλλων διᾰνῶ, ἀόρ. ἐδίηνα (ἡ ἀρχὴ [[ἄγνωστος]]): - [[ὑγραίνω]], βρέχω, ὑπερῴην δ’ οὐκ ἐδίηνε Ἰλ. Χ. 495· ἐν τῷ παθ. διαίνετο... [[ἄξων]] Ν. 30· οἴνῳ διαίνων ἔντερ’ Ἀξιόνικ. ἐν Meinele Κωδ. Ἀποσπ. 5. 93. - Μέσ., διαίνεσθαι [[ὄσσε]], ὑγραίνομαι τοὺς ὀφθαλμούς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1064· καὶ ἀπολ., [[κλαίω]], αὐτ. 258· - [[αὐτόθι]] 1038. 1039, ὁ Ξέρξης κράζει δίαινε, δίαινε [[πῆμα]], καὶ ὁ χορὸς ἀπαντᾷ διαίνομαι, [[ὅπερ]] δύναται νὰ σημαίνῃ μόνον (κατὰ τὸν Σχολ.): κλαῖε, κλαῖε διὰ τὸ [[δυστύχημα]]· - [[κλαίω]]. - Σπάνιον παρὰ πεζοῖς Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 26, Ἡλιόδ. παρὰ Στοβ. τ. 100. 6, πρβλ. [[διαντικός]], -τός.
|lstext='''διαίνω''': μέλλων διᾰνῶ, ἀόρ. ἐδίηνα (ἡ ἀρχὴ [[ἄγνωστος]]): - [[ὑγραίνω]], βρέχω, ὑπερῴην δ’ οὐκ ἐδίηνε Ἰλ. Χ. 495· ἐν τῷ παθ. διαίνετο... [[ἄξων]] Ν. 30· οἴνῳ διαίνων ἔντερ’ Ἀξιόνικ. ἐν Meinele Κωδ. Ἀποσπ. 5. 93. - Μέσ., διαίνεσθαι [[ὄσσε]], ὑγραίνομαι τοὺς ὀφθαλμούς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1064· καὶ ἀπολ., [[κλαίω]], αὐτ. 258· - [[αὐτόθι]] 1038. 1039, ὁ Ξέρξης κράζει δίαινε, δίαινε [[πῆμα]], καὶ ὁ χορὸς ἀπαντᾷ διαίνομαι, [[ὅπερ]] δύναται νὰ σημαίνῃ μόνον (κατὰ τὸν Σχολ.): κλαῖε, κλαῖε διὰ τὸ [[δυστύχημα]]· - [[κλαίω]]. - Σπάνιον παρὰ πεζοῖς Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 26, Ἡλιόδ. παρὰ Στοβ. τ. 100. 6, πρβλ. [[διαντικός]], -τός.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> [[ἐδίανα]];<br /><b>1</b> mouiller;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> mouiller de larmes, pleurer sur, acc..<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym.
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐαίνω Medium diacritics: διαίνω Low diacritics: διαίνω Capitals: ΔΙΑΙΝΩ
Transliteration A: diaínō Transliteration B: diainō Transliteration C: diaino Beta Code: diai/nw

English (LSJ)

aor. ἐδίηνα,

   A wet, moisten, ὑπερῴην δ' οὐκ ἐδίηνε Il.22.495; ὄμμα διῆναι Heliod.Med(?).ap.Stob.4.36.8 (hex.); διαίνετο . . ἄξων Il. 13.30; οἴνῳ διαίνων ἔντερ' Axionic.8.3:—Med., διαίνεσθαι ὄσσε wet one's eyes, A.Pers.1064 (lyr.): and abs., weep, ib.258 (lyr.); δίαινε πῆμα. Ans. διαίνομαι weep for the woe—I weep, ib.1038 (lyr.), cf. Sch.ad loc., S.Fr.210.35.—Rare in Prose, Arist.Mete.387a28.

German (Pape)

[Seite 579] (zunächst entstanden aus διανίω; vgl. δεύω, διερός?), benetzen, Apoll. Lex. Hom. p. 58, 20 διαίνειν· βρέχειν. Homer. Iliad. 21, 202 δίαινε δέ μιν μέλαν ὕδωρ; 22, 495 κοτύλην τις τυτθὸν ἐπέσχεν, χείλεα μέν τ' ἐδίην', ὑπερῴην δ' οὐκ ἐδίηνεν; 13, 30 von der Fahrt Poseidons über das Meer οὐδ' ὑπένερθε διαίνετο χάλκεος ἄξων. – Sp., wie Rufin. 6 (V, 60). – Bes. = mit Thränen benetzen, beweinen; πῆμα Aesch. Pers. 1038; ebenso med., absol., 258; ὄσσε 1064, ὄμμα Hel. Stob. fl. 100, 6.

Greek (Liddell-Scott)

διαίνω: μέλλων διᾰνῶ, ἀόρ. ἐδίηνα (ἡ ἀρχὴ ἄγνωστος): - ὑγραίνω, βρέχω, ὑπερῴην δ’ οὐκ ἐδίηνε Ἰλ. Χ. 495· ἐν τῷ παθ. διαίνετο... ἄξων Ν. 30· οἴνῳ διαίνων ἔντερ’ Ἀξιόνικ. ἐν Meinele Κωδ. Ἀποσπ. 5. 93. - Μέσ., διαίνεσθαι ὄσσε, ὑγραίνομαι τοὺς ὀφθαλμούς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1064· καὶ ἀπολ., κλαίω, αὐτ. 258· - αὐτόθι 1038. 1039, ὁ Ξέρξης κράζει δίαινε, δίαινε πῆμα, καὶ ὁ χορὸς ἀπαντᾷ διαίνομαι, ὅπερ δύναται νὰ σημαίνῃ μόνον (κατὰ τὸν Σχολ.): κλαῖε, κλαῖε διὰ τὸ δυστύχημα· - κλαίω. - Σπάνιον παρὰ πεζοῖς Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 26, Ἡλιόδ. παρὰ Στοβ. τ. 100. 6, πρβλ. διαντικός, -τός.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐδίανα;
1 mouiller;
2 particul. mouiller de larmes, pleurer sur, acc..
Étymologie: DELG pas d’étym.