διαπεραιόω: Difference between revisions
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαπεραιόω''': [[μεταφέρω]] τι ἢ [[μεταβιβάζω]] εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], Πλούτ. Σύλλ. 27. - Παθ., μεταφέρομαι εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], μεταβιβάζομαι, [[διαβαίνω]], [[ἐνθεῦτεν]] διαπεραιωθεὶς Ἡρόδ. 5. 23· δ. ἐθηεῦντο [[αὐτόθι]] 8. 25· [[ἐπεὶ]] πάντες διεπεπεραίωντο Θουκ. 3. 23· οὕτω καὶ κατὰ μέσ. ἀόρ., Πλάτ. Ἀξ. 370Β. 2) διεπεραιώθη [[ξίφη]], ἐξειλκύσθησαν ἐκ τῶν θηκῶν, Σοφ. Αἴ. 730. | |lstext='''διαπεραιόω''': [[μεταφέρω]] τι ἢ [[μεταβιβάζω]] εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], Πλούτ. Σύλλ. 27. - Παθ., μεταφέρομαι εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], μεταβιβάζομαι, [[διαβαίνω]], [[ἐνθεῦτεν]] διαπεραιωθεὶς Ἡρόδ. 5. 23· δ. ἐθηεῦντο [[αὐτόθι]] 8. 25· [[ἐπεὶ]] πάντες διεπεπεραίωντο Θουκ. 3. 23· οὕτω καὶ κατὰ μέσ. ἀόρ., Πλάτ. Ἀξ. 370Β. 2) διεπεραιώθη [[ξίφη]], ἐξειλκύσθησαν ἐκ τῶν θηκῶν, Σοφ. Αἴ. 730. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> séparer, tirer, extraire : ξίφη κολεῶν SOPH tirer des épées de leur fourreau;<br /><b>2</b> transporter : στρατιώτας PLUT des soldats (outre-mer) ; <i>Pass.</i> être transporté de l’autre côté (d’un fleuve, de la mer);<br /><b>3</b> traverser (une mer).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[περαιόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
A take across, ferry over, Plu.Sull.27:—Pass., to be carried over, cross, ἐνθεῦτεν διαπεραιωθείς Hdt.5.23; δ. τὸν ποταμόν Id.2.124; ἐπεὶ πάντες διεπεπεραίωντο Th.3.23: in aor. Med., Pl. Ax.370b. 2 κολεῶν διεπεραιώθη ξίφη swords were unshcathed, S.Aj.730.
German (Pape)
[Seite 594] übersetzen, überfahren, τοὺς στρατιώτας Plut. Sull. 27. – Pass., auch mit intrans. Bdtg, überfahren, Her. 8, 25; Thuc. 8, 33; übertr., ξίφη διεπεραιώθη κολεῶν, die Schwerter wurden aus den Scheiden gezogen, Soph. Ai. 730. – Med., διαπεραιώσασθαι πελάγη Plat. Ax. 370 b.
Greek (Liddell-Scott)
διαπεραιόω: μεταφέρω τι ἢ μεταβιβάζω εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, Πλούτ. Σύλλ. 27. - Παθ., μεταφέρομαι εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, μεταβιβάζομαι, διαβαίνω, ἐνθεῦτεν διαπεραιωθεὶς Ἡρόδ. 5. 23· δ. ἐθηεῦντο αὐτόθι 8. 25· ἐπεὶ πάντες διεπεπεραίωντο Θουκ. 3. 23· οὕτω καὶ κατὰ μέσ. ἀόρ., Πλάτ. Ἀξ. 370Β. 2) διεπεραιώθη ξίφη, ἐξειλκύσθησαν ἐκ τῶν θηκῶν, Σοφ. Αἴ. 730.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 séparer, tirer, extraire : ξίφη κολεῶν SOPH tirer des épées de leur fourreau;
2 transporter : στρατιώτας PLUT des soldats (outre-mer) ; Pass. être transporté de l’autre côté (d’un fleuve, de la mer);
3 traverser (une mer).
Étymologie: διά, περαιόω.