διαλγής: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαλγής''': -ές, [[ἀλγεινός]], [[θλιβερός]], [[βαρύς]], ἄτα Αἰσχύλ. Χο. 68· ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ διαιωνίζουσα, [[ὅθεν]] ὁ Paley ὑποθέτει ὅτι ἐν τῷ χειρογράφῳ ἐκείνῳ θὰ ὑπῆρχεν αἰᾱνής. ΙΙ. ὁ πολὺν πόνον ὑποφέρων, Πλούτ. Ἀλέξ. 75.
|lstext='''διαλγής''': -ές, [[ἀλγεινός]], [[θλιβερός]], [[βαρύς]], ἄτα Αἰσχύλ. Χο. 68· ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ διαιωνίζουσα, [[ὅθεν]] ὁ Paley ὑποθέτει ὅτι ἐν τῷ χειρογράφῳ ἐκείνῳ θὰ ὑπῆρχεν αἰᾱνής. ΙΙ. ὁ πολὺν πόνον ὑποφέρων, Πλούτ. Ἀλέξ. 75.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui cause une profonde douleur;<br /><b>2</b> qui éprouve une profonde douleur.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀλγέω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλγής Medium diacritics: διαλγής Low diacritics: διαλγής Capitals: ΔΙΑΛΓΗΣ
Transliteration A: dialgḗs Transliteration B: dialgēs Transliteration C: dialgis Beta Code: dialgh/s

English (LSJ)

ές,

   A grievous, ἄτα A.Ch.68 (lyr.).    II suffering great pain, Plu.Alex.75. Adv. -γῶς, ἔχει is pained, Phld.D.3Fr.77.

German (Pape)

[Seite 586] ές, 1) Schmerz bringend, ἄτα Aesch. Ch. 66. – 2) heftige Schmerzen leidend, Plut. Alex. 75.

Greek (Liddell-Scott)

διαλγής: -ές, ἀλγεινός, θλιβερός, βαρύς, ἄτα Αἰσχύλ. Χο. 68· ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ διαιωνίζουσα, ὅθεν ὁ Paley ὑποθέτει ὅτι ἐν τῷ χειρογράφῳ ἐκείνῳ θὰ ὑπῆρχεν αἰᾱνής. ΙΙ. ὁ πολὺν πόνον ὑποφέρων, Πλούτ. Ἀλέξ. 75.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui cause une profonde douleur;
2 qui éprouve une profonde douleur.
Étymologie: διά, ἀλγέω.