Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκκαίω: Difference between revisions

From LSJ
Menander, fragment 761
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκαίω''': Ἀττ. [[ἐκκάω]]: μέλλ. [[καύσω]]˙ ἀόρ. α΄ μετοχ. ἐκκέαντες Εὐρ. Ρῆσ. 97˙ ― [[καίω]] ἐντελῶς, [[κατακαίω]], τοὺς ὀφθαλμούς τινος Ἡρόδ. 7. 18˙ τὸ φῶς Κύκλωπος Εὐρ. Κύκλ. 633, πρβλ. 657: ― Παθ., ἐκκάεσθαι τοὺς ὀφθαλμοὺς Πλάτ. Γοργ. 473C. II. [[ἀνάπτω]] τὰ πυρὰ Ἠρόδ. 4. 134˙ τὰ ξύλα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1133· Ϗ μεταφ., ἐκκ. πόλεμον, ἐλπίδα Πολύβ. 3. 3, 3., 5. 108, 5˙ τὴν πρὸς αὐτὸν ὀργὴν Πλουτ. Φάβ. 7, κτλ.˙ ― Παθ., ἀνάπτομαι, καίομαι, Λατ. flagrare, τὸ πῦρ ἐκκαίεται Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 55˙ ἐκκ. τὸ κακὸν Πλάτ. Πολ. 556Α˙ ἐκκαίεταί τις Πλουτ. Τ. Γράκχ. 13, κτλ. ΙΙΙ. [[κατακαίω]], ἐκκαίων ὁ [[ἥλιος]] Ἀριστ. Προβλ. 2. 9, κ. ἀλλ.
|lstext='''ἐκκαίω''': Ἀττ. [[ἐκκάω]]: μέλλ. [[καύσω]]˙ ἀόρ. α΄ μετοχ. ἐκκέαντες Εὐρ. Ρῆσ. 97˙ ― [[καίω]] ἐντελῶς, [[κατακαίω]], τοὺς ὀφθαλμούς τινος Ἡρόδ. 7. 18˙ τὸ φῶς Κύκλωπος Εὐρ. Κύκλ. 633, πρβλ. 657: ― Παθ., ἐκκάεσθαι τοὺς ὀφθαλμοὺς Πλάτ. Γοργ. 473C. II. [[ἀνάπτω]] τὰ πυρὰ Ἠρόδ. 4. 134˙ τὰ ξύλα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1133· Ϗ μεταφ., ἐκκ. πόλεμον, ἐλπίδα Πολύβ. 3. 3, 3., 5. 108, 5˙ τὴν πρὸς αὐτὸν ὀργὴν Πλουτ. Φάβ. 7, κτλ.˙ ― Παθ., ἀνάπτομαι, καίομαι, Λατ. flagrare, τὸ πῦρ ἐκκαίεται Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 55˙ ἐκκ. τὸ κακὸν Πλάτ. Πολ. 556Α˙ ἐκκαίεταί τις Πλουτ. Τ. Γράκχ. 13, κτλ. ΙΙΙ. [[κατακαίω]], ἐκκαίων ὁ [[ἥλιος]] Ἀριστ. Προβλ. 2. 9, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἐξέκαιον, <i>att.</i> ἐξέκαον ; <i>f.</i> ἐκκαύσω, <i>ao.</i> ἐξέκηα, <i>ao. réc.</i> ἐξέκαυσα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ἐκκαυθήσομαι, <i>ao.</i> ἐξεκαύθην, <i>ao.2</i> ἐξεκάην, <i>pf.</i> ἐκκέκαυμαι;<br /><b>1</b> brûler, acc.;<br /><b>2</b> enflammer, allumer : τὰ [[πυρά]] HDT les feux du bivouac ; <i>fig.</i> τὸν δῆμον [[πρός]] τινα ἐκκαίειν PLUT enflammer le peuple contre qqn ; ἐκκ. πόλεμον PLUT allumer une guerre ; ἐκκ. τὴν [[πρός]] τινα ὀργήν τινος PLUT exciter contre qqn la colère d’un autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[καίω]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκαίω Medium diacritics: ἐκκαίω Low diacritics: εκκαίω Capitals: ΕΚΚΑΙΩ
Transliteration A: ekkaíō Transliteration B: ekkaiō Transliteration C: ekkaio Beta Code: e)kkai/w

English (LSJ)

Att. ἐκκάω, fut. -καύσω: aor. I

   A ἐξέκαυσα Hdt.4.134, but part. ἐκκέαντες E.Rh.97:—burn out, τοὺς ὀφθαλμούς τινος Hdt.7.18; τὸ φῶς Κύκλωπος E.Cyc.633, cf. 657 (anap.):—Pass., ἐκκάεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς to have one's eyes burnt out, Pl.Grg.473c.    II light up, kindle, τὰ πυρά Hdt.4.134, cf. E.Rh.l.c. ; ἐκκέας τῶν ξύλων ἅττ' ἂν ᾖ δανότατα Ar.Pax1133 (lyr.): metaph., ἐ. πόλεμον, ἐλπίδα, Plb.3.3.3, 5.108.5 ; τοὺς θυμούς D.H.7.35 ; τὴν πρὸς αὐτὸν ὀργήν Plu.Fab.7 ; provoke to anger, ἔκ με κάεις Herod.4.49 ; inflame with curiosity, excite, τινά Luc.Alex.30 ; ἴσῃ φιλοτιμίᾳ πρός τε τὸν δῆμον ἑαυτοὺς καὶ τὸν δῆμον πρὸς ἑαυτοὺς ἐκκαύσαντες Plu.Agis 2 :—Pass., to be kindled, burn up, τὸ πῦρ ἐκκάεται Eup.340 ; ἐ. τὸ κακόν Pl.R.556a ; ὀργὴν ἐκκαῆναι LXX 2 Ki.24.1 ; ὁ δῆμος ἐξεκάετο Plu.TG13, cf. Luc.Cal.3, etc.; ἐ. εἰς ἔρωτα Alciphr.3.67, cf. Charito I.I; ὑπὸ μέθης Parth.24.2.    2 stimulate, τὴν βλάστησιν Thphr.CP2.1.3.    III scorch, ἐκκαίων ὁ ἥλιος Arist.Pr.867a20 ; of thirst, parch, Luc.Dips.4.

German (Pape)

[Seite 761] (s. καίω), att. ἐκκάω, ausbrennen; τὸ φῶς Κύκλωπος Eur. Cycl. 633; ἐκκαυθήσεται τὠφθαλμώ Plat. Rep. II, 361 e; τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκκάηται Gorg. 473 c; – anbrennen, τὰ πυρά Her. 4, 134; πυρσά Eur. Rhes. 97; Theophr.; übertr., anzünden, anfachen, τὸ τοιοῦτον κακὸν ἐκκαόμενον ἀποσβεννύναι Plat. Rep. VIII, 556 a; ἐλπίδα, πόλεμον, Pol. 5, 108, 5. 2, 1, 3; Plut. öfter τὴν ὀργήν, Fab. 7; τινὰ πρός τινα, Agis 2; Luc. Alex. 30; ἐκκαίεται, er geräth in Hitze, Plut. Tib. Graech. 13; φιλονεικίᾳ Alex. 31; οὕτως ἐξεκαύθην εἰς ἔρωτα Alciphr. 3, 67.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκαίω: Ἀττ. ἐκκάω: μέλλ. καύσω˙ ἀόρ. α΄ μετοχ. ἐκκέαντες Εὐρ. Ρῆσ. 97˙ ― καίω ἐντελῶς, κατακαίω, τοὺς ὀφθαλμούς τινος Ἡρόδ. 7. 18˙ τὸ φῶς Κύκλωπος Εὐρ. Κύκλ. 633, πρβλ. 657: ― Παθ., ἐκκάεσθαι τοὺς ὀφθαλμοὺς Πλάτ. Γοργ. 473C. II. ἀνάπτω τὰ πυρὰ Ἠρόδ. 4. 134˙ τὰ ξύλα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1133· Ϗ μεταφ., ἐκκ. πόλεμον, ἐλπίδα Πολύβ. 3. 3, 3., 5. 108, 5˙ τὴν πρὸς αὐτὸν ὀργὴν Πλουτ. Φάβ. 7, κτλ.˙ ― Παθ., ἀνάπτομαι, καίομαι, Λατ. flagrare, τὸ πῦρ ἐκκαίεται Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 55˙ ἐκκ. τὸ κακὸν Πλάτ. Πολ. 556Α˙ ἐκκαίεταί τις Πλουτ. Τ. Γράκχ. 13, κτλ. ΙΙΙ. κατακαίω, ἐκκαίων ὁ ἥλιος Ἀριστ. Προβλ. 2. 9, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐξέκαιον, att. ἐξέκαον ; f. ἐκκαύσω, ao. ἐξέκηα, ao. réc. ἐξέκαυσα, pf. inus.
Pass. f. ἐκκαυθήσομαι, ao. ἐξεκαύθην, ao.2 ἐξεκάην, pf. ἐκκέκαυμαι;
1 brûler, acc.;
2 enflammer, allumer : τὰ πυρά HDT les feux du bivouac ; fig. τὸν δῆμον πρός τινα ἐκκαίειν PLUT enflammer le peuple contre qqn ; ἐκκ. πόλεμον PLUT allumer une guerre ; ἐκκ. τὴν πρός τινα ὀργήν τινος PLUT exciter contre qqn la colère d’un autre.
Étymologie: ἐκ, καίω.