σατράπης: Difference between revisions
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σᾰτράπης''': [ᾱ], -ου, ὁ, Λατ. satrăpa, [[ὄνομα]] ἀντιβασιλέως ἢ κυβερνήτου καὶ διοικητοῦ ἐπαρχίας Περσικῆς, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 4, 2., 8. 6, 3, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 348, κτλ. (Παρὰ Θεοπόμπῳ [[ὡσαύτως]] [[ἐξατράπης]], καὶ ἐν Καρικαῖς ἐπιγραφαῖς [[ἐξαιθραπεύω]], [[ἐκστρατεύω]] (ἴδε Böckh. εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2. σ. 470, [[ὅπερ]] [[μᾶλλον]] πλησιάζει πρὸς τὸν Ἑβρ. πληθ. achashdarp’ nim (Δαν. Γ΄, 2, Ϛ΄, 2, Ἐσθὴρ Α΄, 4, κ. ἀλλ.)· [[εἶναι]] δὲ ἡ [[λέξις]] ἡ αὐτὴ τῇ Ἀρχ. Περσ. khshatra-pâ = ὁ του Σάχου ἣ βασιλέως [[ἀξιωματικός]], [[ἀντιβασιλεύς]], πρβλ. Ralwins. εἰς Ἡρόδ. 1. 192. 2) ὡς πομπώδης [[λέξις]], ἐπὶ πλουσίου ἀνθρώπου ἢ ἐνδόξου καὶ ἐπισήμου, Παυσ. 6. 25, 6· οἰονεὶ «πασσᾶς», «μπέης», σ. ἐκ. πένητος Λουκ. Νιγρῖν. 20. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σατράπαι· ἀρχηγοί, στρατηλάται. Περσικὴ δὲ ἡ λέξης». | |lstext='''σᾰτράπης''': [ᾱ], -ου, ὁ, Λατ. satrăpa, [[ὄνομα]] ἀντιβασιλέως ἢ κυβερνήτου καὶ διοικητοῦ ἐπαρχίας Περσικῆς, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 4, 2., 8. 6, 3, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 348, κτλ. (Παρὰ Θεοπόμπῳ [[ὡσαύτως]] [[ἐξατράπης]], καὶ ἐν Καρικαῖς ἐπιγραφαῖς [[ἐξαιθραπεύω]], [[ἐκστρατεύω]] (ἴδε Böckh. εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2. σ. 470, [[ὅπερ]] [[μᾶλλον]] πλησιάζει πρὸς τὸν Ἑβρ. πληθ. achashdarp’ nim (Δαν. Γ΄, 2, Ϛ΄, 2, Ἐσθὴρ Α΄, 4, κ. ἀλλ.)· [[εἶναι]] δὲ ἡ [[λέξις]] ἡ αὐτὴ τῇ Ἀρχ. Περσ. khshatra-pâ = ὁ του Σάχου ἣ βασιλέως [[ἀξιωματικός]], [[ἀντιβασιλεύς]], πρβλ. Ralwins. εἰς Ἡρόδ. 1. 192. 2) ὡς πομπώδης [[λέξις]], ἐπὶ πλουσίου ἀνθρώπου ἢ ἐνδόξου καὶ ἐπισήμου, Παυσ. 6. 25, 6· οἰονεὶ «πασσᾶς», «μπέης», σ. ἐκ. πένητος Λουκ. Νιγρῖν. 20. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σατράπαι· ἀρχηγοί, στρατηλάται. Περσικὴ δὲ ἡ λέξης». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />satrape, gouverneur de province, <i>en Perse ; fig.</i> homme très riche.<br /><i><b>Étym.</b> anc. pers.</i> khsbatrapâ, litt. « officier du khsha ou sha » -- DELG <i>iranien</i> xśaθra-pâ « qui protège le pays ». | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
or σατράππης CRAcad.Inscr.1931.241 (Susa, i A.D.), ου, ὁ,
A satrap, title of a Persian viceroy or governor of a province, X. Cyr.7.4.2, 8.6.3, SIG182.3 (iv B.C.), Men.897, etc. (in form σαδράπας, IG12(2).645.18 (Nesus, iv B.C.); dat. pl. σαδράπησιν [-] Ἐφ. Ἀρχ. 1907.27 (Aranda)); of the five lords of the Philistines, LXX Jd.16.5, al.; of a Roman Governor, Philostr.VS1.22.3. (In Theopomp.Hist.103J. also ἐξατράπης, and in Carian Inscrr. ἐξαιθραπεύω, ἐξαιτραπεύω (qq. v.); in Arr.Fr.10 J. ξατράπης (cf. ζατράπης (leg. ξα-) · ὁ βασιλεύς, Hsch.), which is nearer to the OPers. χšaθrapāvan- lit. 'kingdom-protector'.) 2 cant word for a rich man, 'nabob', Alex.116.8 (pl.); σ. ἐκ πένητος Luc.Nigr.20. 3 as culttitle of a god, IGRom.3.1059 (Maad, i B.C.), Paus.6.25.6.
German (Pape)
[Seite 864] ὁ, der Satrap, lat. satrapa (ein persisches Wort), Statthalter des Königs von Persien in einer Provinz; Xen. Cyr. 8, 6, 3; vgl. Isocr. 4, 152: οἱ καταβαίνοντες αὐτῶν ἐπὶ θάλατταν, οὓς καλοῦσι σατράπας, wie es bei Sp. der vornehme Herr bedeutet, mit dem Nebenbegriffe des Hochmuths u. der Ueppigkeit, Luc. Nigr. 20.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰτράπης: [ᾱ], -ου, ὁ, Λατ. satrăpa, ὄνομα ἀντιβασιλέως ἢ κυβερνήτου καὶ διοικητοῦ ἐπαρχίας Περσικῆς, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 4, 2., 8. 6, 3, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 348, κτλ. (Παρὰ Θεοπόμπῳ ὡσαύτως ἐξατράπης, καὶ ἐν Καρικαῖς ἐπιγραφαῖς ἐξαιθραπεύω, ἐκστρατεύω (ἴδε Böckh. εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2. σ. 470, ὅπερ μᾶλλον πλησιάζει πρὸς τὸν Ἑβρ. πληθ. achashdarp’ nim (Δαν. Γ΄, 2, Ϛ΄, 2, Ἐσθὴρ Α΄, 4, κ. ἀλλ.)· εἶναι δὲ ἡ λέξις ἡ αὐτὴ τῇ Ἀρχ. Περσ. khshatra-pâ = ὁ του Σάχου ἣ βασιλέως ἀξιωματικός, ἀντιβασιλεύς, πρβλ. Ralwins. εἰς Ἡρόδ. 1. 192. 2) ὡς πομπώδης λέξις, ἐπὶ πλουσίου ἀνθρώπου ἢ ἐνδόξου καὶ ἐπισήμου, Παυσ. 6. 25, 6· οἰονεὶ «πασσᾶς», «μπέης», σ. ἐκ. πένητος Λουκ. Νιγρῖν. 20. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σατράπαι· ἀρχηγοί, στρατηλάται. Περσικὴ δὲ ἡ λέξης».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
satrape, gouverneur de province, en Perse ; fig. homme très riche.
Étym. anc. pers. khsbatrapâ, litt. « officier du khsha ou sha » -- DELG iranien xśaθra-pâ « qui protège le pays ».