διόρθωμα: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διόρθωμα''': τό, τὸ διορθοῦσθαι, τακτοποίησις, Ἱππ. Ἄρθρ. 799· [[ὄργανον]] ἢ [[μέσον]] πρὸς διόρθωσιν, δ. τι ἐντιθέναι εἰς…, [[αὐτόθι]] 802. ΙΙ. [[διόρθωσις]] σφάλματος, τροποποίησις, [[βελτίωσις]], Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 23, Πλούτ. Νουμ. 17.
|lstext='''διόρθωμα''': τό, τὸ διορθοῦσθαι, τακτοποίησις, Ἱππ. Ἄρθρ. 799· [[ὄργανον]] ἢ [[μέσον]] πρὸς διόρθωσιν, δ. τι ἐντιθέναι εἰς…, [[αὐτόθι]] 802. ΙΙ. [[διόρθωσις]] σφάλματος, τροποποίησις, [[βελτίωσις]], Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 23, Πλούτ. Νουμ. 17.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />redressement ; <i>fig.</i> réforme, amélioration.<br />'''Étymologie:''' [[διορθόω]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διόρθωμα Medium diacritics: διόρθωμα Low diacritics: διόρθωμα Capitals: ΔΙΟΡΘΩΜΑ
Transliteration A: diórthōma Transliteration B: diorthōma Transliteration C: diorthoma Beta Code: dio/rqwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A making straight, setting right, Hp.Art.33 (pl.); instrument or means of setting right, δ. τι ἐντιθέναι εἰς . . ib.37; means of correction, Arist.Pol.1284b20.    II amendment, Plu.Num.17; revision, νόμου PRev.Laws 57.1 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 635] τό, Berichtigung, Verbesserung. Arist. pol. 3. 13; τὸ περὶ τὸν νόμον Plut. Num. 17.

Greek (Liddell-Scott)

διόρθωμα: τό, τὸ διορθοῦσθαι, τακτοποίησις, Ἱππ. Ἄρθρ. 799· ὄργανονμέσον πρὸς διόρθωσιν, δ. τι ἐντιθέναι εἰς…, αὐτόθι 802. ΙΙ. διόρθωσις σφάλματος, τροποποίησις, βελτίωσις, Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 23, Πλούτ. Νουμ. 17.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
redressement ; fig. réforme, amélioration.
Étymologie: διορθόω.