δίφροντις: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίφροντις''': -ιδος, ὁ, ἡ, διῃρημένος τὴν γνώμην, [[δίγνωμος]], ἀμφιβάλλων, Αἰσχύλ. Χο. 196. διχομηνίαν ἦγεν Πλούτ. Δίωνι 23· καὶ διχομηνιαία (ἐνν. [[ἡμέρα]]), τὸ Λατ. Idus, Σουΐδ. | |lstext='''δίφροντις''': -ιδος, ὁ, ἡ, διῃρημένος τὴν γνώμην, [[δίγνωμος]], ἀμφιβάλλων, Αἰσχύλ. Χο. 196. διχομηνίαν ἦγεν Πλούτ. Δίωνι 23· καὶ διχομηνιαία (ἐνν. [[ἡμέρα]]), τὸ Λατ. Idus, Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />partagé entre deux préoccupations, irrésolu.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], φρόντις. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ,
A divided in mind, doubting, A.Ch.196.
German (Pape)
[Seite 645] ιδος, von doppelter Sorge gequält, zweifelhaft, Aesch. Ch. 194.
Greek (Liddell-Scott)
δίφροντις: -ιδος, ὁ, ἡ, διῃρημένος τὴν γνώμην, δίγνωμος, ἀμφιβάλλων, Αἰσχύλ. Χο. 196. διχομηνίαν ἦγεν Πλούτ. Δίωνι 23· καὶ διχομηνιαία (ἐνν. ἡμέρα), τὸ Λατ. Idus, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
partagé entre deux préoccupations, irrésolu.
Étymologie: δίς, φρόντις.