δύσθυμος: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δύσθῡμος''': -ον, [[ἄθυμος]], [[μελαγχολικός]], Σοφ. Ἠλ. 218, κτλ.· τινι, διά τι [[πρᾶγμα]], [[αὐτόθι]] 550· τὸ δ. = [[δυσθυμία]], Πλούτ. Περικλ. 25. ― Ἐπίρρ., δυσθύμως ἔχειν Πολύβ. 1. 87, 1· συγκρ. -ότερον, Πλάτ. Φαίδωνι 85Β. | |lstext='''δύσθῡμος''': -ον, [[ἄθυμος]], [[μελαγχολικός]], Σοφ. Ἠλ. 218, κτλ.· τινι, διά τι [[πρᾶγμα]], [[αὐτόθι]] 550· τὸ δ. = [[δυσθυμία]], Πλούτ. Περικλ. 25. ― Ἐπίρρ., δυσθύμως ἔχειν Πολύβ. 1. 87, 1· συγκρ. -ότερον, Πλάτ. Φαίδωνι 85Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> découragé, triste ; [[δύσθυμος]] τινι découragé <i>ou</i> attristé par qch ; τὸ δύσθυμον PLUT la tristesse, le découragement ; qui regrette;<br /><b>2</b> de mauvaise humeur.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[θυμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A desponding, melancholy, S.El. 218 (lyr.), X.Cyr.5.2.34, Arist.Pr.955a17 (Comp.), Phld.Herc.1251.10; τοῖς πεπραγμένοις S.El.550; τὸ δ., = δυσθυμία, Plu.Per.15. Adv. -μως, ἔχειν Plb.1.87.1, Phld.Mort.27: Comp. -ότερον Pl.Phd.85b.
German (Pape)
[Seite 681] mißmüthig, traurig; Soph. El. 211; τινί, 540; Plat. Phaed. 85 b; = δύσελπις, Arist. Probl. 30, 1; τὸ δ., Traurigkeit, Plut. Pericl. 25. – Adv., δυσθύμως ἔχειν Pol. 1, 87; διακεῖσθαι 3, 54; Plut. Fab. 6.
Greek (Liddell-Scott)
δύσθῡμος: -ον, ἄθυμος, μελαγχολικός, Σοφ. Ἠλ. 218, κτλ.· τινι, διά τι πρᾶγμα, αὐτόθι 550· τὸ δ. = δυσθυμία, Πλούτ. Περικλ. 25. ― Ἐπίρρ., δυσθύμως ἔχειν Πολύβ. 1. 87, 1· συγκρ. -ότερον, Πλάτ. Φαίδωνι 85Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 découragé, triste ; δύσθυμος τινι découragé ou attristé par qch ; τὸ δύσθυμον PLUT la tristesse, le découragement ; qui regrette;
2 de mauvaise humeur.
Étymologie: δυσ-, θυμός.