ἐγκατοικίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκατοικίζω''': μέλλ. -ίσω, τοποθετῶ, [[κάμνω]] τινὰ νὰ κατοικήσῃ ἔν τινι, Λουκ. Ὄνος 25· ― μεταφ. [[ἐμφυτεύω]], Πλούτ. 2. 779F. | |lstext='''ἐγκατοικίζω''': μέλλ. -ίσω, τοποθετῶ, [[κάμνω]] τινὰ νὰ κατοικήσῃ ἔν τινι, Λουκ. Ὄνος 25· ― μεταφ. [[ἐμφυτεύω]], Πλούτ. 2. 779F. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire loger dans, établir dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κατοικίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. fut. -ιῶ Lyc.1261:—
A settle or place in or on, Luc.Asin.25: metaph., τῇδε τῇ τάξει τὸ φρουρητικόν Dam. Pr.257; implant, Plu.2.779f (Pass.).
German (Pape)
[Seite 706] in einen Wohnort einsetzen, ansiedeln; παρθένον τῷ ὄνῳ, einen Platz auf dem Esel anweisen, Luc. Asin. 25; übertr., ὁ ἐκ φιλοσοφίας τῷ ἄρχοντι πάρεδρος καὶ φύλαξ ἐγκατοικισθεὶς λόγος Plut. ad princ. inerud. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατοικίζω: μέλλ. -ίσω, τοποθετῶ, κάμνω τινὰ νὰ κατοικήσῃ ἔν τινι, Λουκ. Ὄνος 25· ― μεταφ. ἐμφυτεύω, Πλούτ. 2. 779F.
French (Bailly abrégé)
faire loger dans, établir dans, τινι.
Étymologie: ἐν, κατοικίζω.