ἐγκατοικίζω

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκατοικίζω Medium diacritics: ἐγκατοικίζω Low diacritics: εγκατοικίζω Capitals: ΕΓΚΑΤΟΙΚΙΖΩ
Transliteration A: enkatoikízō Transliteration B: enkatoikizō Transliteration C: egkatoikizo Beta Code: e)gkatoiki/zw

English (LSJ)

Att. fut. -ιῶ Lyc.1261:—settle or place in or on, Luc.Asin.25: metaph., τῇδε τῇ τάξει τὸ φρουρητικόν Dam. Pr.257; implant, Plu.2.779f (Pass.).

Spanish (DGE)

I tr.
1 fundar δώδεκα πόλεις Str.5.4.3
instalar, establecer, asentar c. ac. de pers. y dat. de lugar ἐγκατῴκισεν αὐτῇ Σύρους I.AI 9.245, cf. D.L.1.51, c. rég. prep. ἀπέναντι τοῦ παραδείσου ... αὐτόν Chrys.M.53.152.
2 colocar dentro, meter ἀγάλματ' ἐγκατοικιεῖ θεῶν en un templo, Lyc.1262, τὴν δὲ ... παρθένον τῷ ὄνῳ ἐγκατοικίσωμεν metamos a la doncella en la tripa del burro Luc.Asin.25, en v. pas. ἐν σαπροῖς σκεύεσι ... οἶνος κάλλιστος ἐγκατοικίζεται en los odres viejos se halla el mejor vino, Vit.Aesop.W.112
fig. c. ac. de abstr. infundir, inspirar, inculcar c. dat. de pers. δέος σφίσιν Lib.Or.18.219, ἐν αὐτοῖς τυφλὰς ἐλπίδας Sch.A.Pr.253cH., en v. pas. ὁ δ' ἐκ φιλοσοφίας τῷ ἄρχοντι ... ἐγκατοικισθεὶς λόγος Plu.2.779e.
3 asignar Αἰγύπτιοι τῇδε τῇ τάξει τὸ φρουρητικὸν ἐγκατοικίζουσιν los egipcios asignan la propiedad de guardián a este orden (de seres) Dam.in Prm.257.
II intr. en v. med. instalarse, establecerse fig. de abstr. Ἔρως ... οὔπω ταῖς ψυχαῖς τῶν ἀνθρώπων ἐγκατῳκίζετο Him.10.9, τὸν νοῦν ἐγκατοικίζεσθαι τῷ σώματι Them.in de An.107.21.

German (Pape)

[Seite 706] in einen Wohnort einsetzen, ansiedeln; παρθένον τῷ ὄνῳ, einen Platz auf dem Esel anweisen, Luc. Asin. 25; übertr., ὁ ἐκ φιλοσοφίας τῷ ἄρχοντι πάρεδρος καὶ φύλαξ ἐγκατοικισθεὶς λόγος Plut. ad princ. inerud. 1.

French (Bailly abrégé)

faire loger dans, établir dans, τινι.
Étymologie: ἐν, κατοικίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκατοικίζω:
1 помещать, сажать (τινὰ τῷ ὄνῳ Luc.);
2 pass. обитать, находиться, тж. содержаться (τινί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατοικίζω: μέλλ. -ίσω, τοποθετῶ, κάμνω τινὰ νὰ κατοικήσῃ ἔν τινι, Λουκ. Ὄνος 25· ― μεταφ. ἐμφυτεύω, Πλούτ. 2. 779F.

Greek Monolingual

ἐγκατοικίζω (AM)
1. βάζω κάποιον να καθίσει κάπου, εγκαθιστώ
2. εμφυτεύω.