εἰσρέω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσρέω''': μέλλ. -ρεύσομαι (σπανιώτατ. περ’ Ἀττ.)· [[ὡσαύτως]] παθ. μέλλ. -ρυήσομαι Ἰσοκρ. 187Α· ἀόρ. -ερρύην· - χύνομαι [[ἐντός]], Εὐρ. Ι. Τ. 260, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ἐκρέω]], ἐκρεῖν τε [[ἐντεῦθεν]] καὶ εἰσρεῖν πάντα τὰ ῥεύματα Πλάτ. Φαίδων 112Α, κτλ.· μεταφ., [[πλοῦτος]] εἰσρεῖ εἰς τὴν πόλιν Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., τὸ [[νόμισμα]] εἰσερρύη, εἰς τὴν Σπάρτην Πλουτ. Λυκοῦργ. 30. τὸ [[πάθος]] εἰσερρύη, εἰσέρρευσε, Πλάτ. Φαῖδρ. 262Β· ἐπιστῆμαι εἰσρέουσι ὁ αὐτ. Φίληβ. 62C· [[ἁμάρτημα]] εἰσρεῖ Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 10, 17· [[πόθος]] εἰσερρύη πάντας Πλουτ. Νουμ. 20.
|lstext='''εἰσρέω''': μέλλ. -ρεύσομαι (σπανιώτατ. περ’ Ἀττ.)· [[ὡσαύτως]] παθ. μέλλ. -ρυήσομαι Ἰσοκρ. 187Α· ἀόρ. -ερρύην· - χύνομαι [[ἐντός]], Εὐρ. Ι. Τ. 260, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ἐκρέω]], ἐκρεῖν τε [[ἐντεῦθεν]] καὶ εἰσρεῖν πάντα τὰ ῥεύματα Πλάτ. Φαίδων 112Α, κτλ.· μεταφ., [[πλοῦτος]] εἰσρεῖ εἰς τὴν πόλιν Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., τὸ [[νόμισμα]] εἰσερρύη, εἰς τὴν Σπάρτην Πλουτ. Λυκοῦργ. 30. τὸ [[πάθος]] εἰσερρύη, εἰσέρρευσε, Πλάτ. Φαῖδρ. 262Β· ἐπιστῆμαι εἰσρέουσι ὁ αὐτ. Φίληβ. 62C· [[ἁμάρτημα]] εἰσρεῖ Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 10, 17· [[πόθος]] εἰσερρύη πάντας Πλουτ. Νουμ. 20.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> εἰσρυήσομαι, <i>ao.2</i> εἰσερρύην;<br />couler dans ; <i>fig.</i> affluer <i>ou</i> circuler <i>en parl. de la richesse, de la monnaie</i> ; [[πόθος]] [[εἰσερρύη]] πάντας PLUT le regret se glissa dans tous les cœurs.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[ῥέω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσρέω Medium diacritics: εἰσρέω Low diacritics: εισρέω Capitals: ΕΙΣΡΕΩ
Transliteration A: eisréō Transliteration B: eisreō Transliteration C: eisreo Beta Code: ei)sre/w

English (LSJ)

fut.

   A -ρυήσομαι Isoc.8.140, Luc. Alex.42: aor. -ερρύην:— stream in or into, E.IT260; opp. ἐκρεῖν, Pl.Phd.112b : metaph., πλοῦτος εἰ. εἰς τὴν πόλιν Isoc. l.c. ; εἰσερρύη νόμισμα εἰς τὴν Σπάρτην Plu.Lyc.30 ; τὸ πάθος εἰσερρύη slipped in, Pl.Phdr.262b ; ἐπιστμαι εἰσρέουσι Id.Phlb.62c ; ἁμάρτημα εἰσρεῖ D.H.Rh.10.17 ; πόθος εἰσερρύη πάντας εὐνομίας Plu.Num.20.

German (Pape)

[Seite 746] (s. ῥέω), hineinfließen, -strömen; Eur. I. T. 260; Ggstz ἐκρέω, Plat. Phaed. 112 a; πλοῦτον εἰς τὴν πόλιν εἰσρυήσεσθαι Isocr. 8, 140. Uebertr. von ἐπιστῆμαι, Plat. Phil. 62 c; τὸ πάθος εἰσεῤῥύη, hineinkommen, entstehen; πόθος εἰσεῤῥύη πάντας, Alle ergriff die Sehnsucht, Plut. Num. 20; νόμισμα εἰσεῤῥύη εἰς τὴν Σπάρτην, kam in Umlauf, Lyc. 30; ὴ ἀγαθὴ τύχη εἰς τὴν οἰκίαν Luc. Alex. 42; ἁμάρτημα εἰσρεῖ D. Hal. rhet. 10, 17.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσρέω: μέλλ. -ρεύσομαι (σπανιώτατ. περ’ Ἀττ.)· ὡσαύτως παθ. μέλλ. -ρυήσομαι Ἰσοκρ. 187Α· ἀόρ. -ερρύην· - χύνομαι ἐντός, Εὐρ. Ι. Τ. 260, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐκρέω, ἐκρεῖν τε ἐντεῦθεν καὶ εἰσρεῖν πάντα τὰ ῥεύματα Πλάτ. Φαίδων 112Α, κτλ.· μεταφ., πλοῦτος εἰσρεῖ εἰς τὴν πόλιν Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., τὸ νόμισμα εἰσερρύη, εἰς τὴν Σπάρτην Πλουτ. Λυκοῦργ. 30. τὸ πάθος εἰσερρύη, εἰσέρρευσε, Πλάτ. Φαῖδρ. 262Β· ἐπιστῆμαι εἰσρέουσι ὁ αὐτ. Φίληβ. 62C· ἁμάρτημα εἰσρεῖ Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 10, 17· πόθος εἰσερρύη πάντας Πλουτ. Νουμ. 20.

French (Bailly abrégé)

f. εἰσρυήσομαι, ao.2 εἰσερρύην;
couler dans ; fig. affluer ou circuler en parl. de la richesse, de la monnaie ; πόθος εἰσερρύη πάντας PLUT le regret se glissa dans tous les cœurs.
Étymologie: εἰς, ῥέω.