ἔκφυλος: Difference between revisions
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔκφῡλος''': -ον, ἐκτὸς τῆς φυλῆς, [[ξένος]], μὴ [[συγγενής]], ἀλλόφυλος, Στράβων 197, Λουκ. Λεξιφ. 24: - μεταφ., [[ξένος]], [[ἀλλόκοτος]], [[παράξενος]], Πλουτ. Βροῦτ. 36, πρβλ. Καίσ. 69. - Ἀντίθετον τῷ [[ἔμφυλος]]. | |lstext='''ἔκφῡλος''': -ον, ἐκτὸς τῆς φυλῆς, [[ξένος]], μὴ [[συγγενής]], ἀλλόφυλος, Στράβων 197, Λουκ. Λεξιφ. 24: - μεταφ., [[ξένος]], [[ἀλλόκοτος]], [[παράξενος]], Πλουτ. Βροῦτ. 36, πρβλ. Καίσ. 69. - Ἀντίθετον τῷ [[ἔμφυλος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> d’une tribu étrangère ; étranger <i>en gén.</i><br /><b>2</b> étrange, extraordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[φυλή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A foreign, alien, Luc.Lex.24, Sol.11, Porph.Abst.1.4; ἔ. παρὰ τὴν γένεσιν alien to generation, Simp. in Ph.220.12: metaph., strange, unnatural, horrible, Str.4.4.5, Plu.Brut.36; ἀνὴρ ἔ. τὸ μέγεθος Id.Caes.69. Adv. -λως, ἀττικίζειν Philostr.VS1.16.4.
German (Pape)
[Seite 786] nicht zum Volksstamm gehörig, fremd; καὶ βάρβαρος Strab. 4, 4, 5; ὄνομα Luc. Lexiph. 24; daher ungewöhnlich, ὄργανα Ath. IV, 182 f; übernatürlich, außerordentlich, καὶ φοβερὸν σῶμα Plut. Brut. 36, vgl. Caes. 69. Ggstz ἔμφυλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκφῡλος: -ον, ἐκτὸς τῆς φυλῆς, ξένος, μὴ συγγενής, ἀλλόφυλος, Στράβων 197, Λουκ. Λεξιφ. 24: - μεταφ., ξένος, ἀλλόκοτος, παράξενος, Πλουτ. Βροῦτ. 36, πρβλ. Καίσ. 69. - Ἀντίθετον τῷ ἔμφυλος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 d’une tribu étrangère ; étranger en gén.
2 étrange, extraordinaire.
Étymologie: ἐκ, φυλή.