ἔμπαιος: Difference between revisions
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔμπαιος''': -ον, (Α) = [[ἔμπειρος]], [[εἰδήμων]], ἠσκημένος ἔν τινι, [[μετὰ]] γεν., οὔδέ τι ἔργων ἔμπαιον οὐδὲ βίης (ἡ παραλήγ. βραχεῖα) Ὀδ. Υ. 379· κακῶν [[ἔμπαιος]] [[ἀλήτης]] Φ. 400· ἔμπ. [[δρόμων]] Λυκόφρ. 1321. - Παλαιὰ ποιητ. [[λέξις]], [[ἴσως]] συγγενὴς τῷ [[ἐμπάζομαι]], δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέηται [[μετὰ]] τοῦ ἑπομένου. | |lstext='''ἔμπαιος''': -ον, (Α) = [[ἔμπειρος]], [[εἰδήμων]], ἠσκημένος ἔν τινι, [[μετὰ]] γεν., οὔδέ τι ἔργων ἔμπαιον οὐδὲ βίης (ἡ παραλήγ. βραχεῖα) Ὀδ. Υ. 379· κακῶν [[ἔμπαιος]] [[ἀλήτης]] Φ. 400· ἔμπ. [[δρόμων]] Λυκόφρ. 1321. - Παλαιὰ ποιητ. [[λέξις]], [[ἴσως]] συγγενὴς τῷ [[ἐμπάζομαι]], δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέηται [[μετὰ]] τοῦ ἑπομένου. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />qui a l’expérience de, gén..<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἐμπάζομαι]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />qui frappe sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[παίω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), ον,
A knowing, practised in, c.gen., οὐδέ τι ἔργων ἔμπαιον οὐδὲ βίης [penult. short] Od.20.379; κακῶν ἔμπαιος ἀλήτης 21.400; ἔ. δρόμων Lyc.1321.
ἔμπαιος (B), ον, (παίω)
A bursting in, sudden, τύχαι A.Ag.187 (lyr.); πολλὰ δὲ δείλ' ἔμπαια prob. in Emp.2.2.
German (Pape)
[Seite 809] = ἔμπειρος (vgl. ἐμπάζομαι?), kundig, erfahren; τινός, in Etwas, z. B. ἔργων, κακῶν, Od. 20, 379. 21, 400; δρόμων Lycophr. 1321 [in der ersten Stelle der Od. ist αι kurz gebraucht]. (s. παίω), dareinschlagend, τύχαι Aesch. Ag. 180, plötzlich hereinbrechend.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπαιος: -ον, (Α) = ἔμπειρος, εἰδήμων, ἠσκημένος ἔν τινι, μετὰ γεν., οὔδέ τι ἔργων ἔμπαιον οὐδὲ βίης (ἡ παραλήγ. βραχεῖα) Ὀδ. Υ. 379· κακῶν ἔμπαιος ἀλήτης Φ. 400· ἔμπ. δρόμων Λυκόφρ. 1321. - Παλαιὰ ποιητ. λέξις, ἴσως συγγενὴς τῷ ἐμπάζομαι, δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέηται μετὰ τοῦ ἑπομένου.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
qui a l’expérience de, gén..
Étymologie: cf. ἐμπάζομαι.
2ος, ον :
qui frappe sur.
Étymologie: ἐν, παίω.