ἐκπολεμέω: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπολεμέω''': ὡς τὸ [[ἐκπολεμόω]], [[ἐξάπτω]], [[ἐρεθίζω]] τινὰ εἰς πόλεμον κατά τινος, ἵν’ ἐκπολεμήσειε τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους Ξεν. Ἑλλ. 5.4. 20· [[ἄνευ]] ἄλλης γραφ. καὶ ὁ Ἁρπ. ἀναφέρει τοῦτο τὸ [[χωρίον]] [[ὅπως]] δείξῃ ὅτι ὁ [[τύπος]] εἰς -έω ἐθεωρεῖτο προτιμότερος ὑπὸ τῶν γραμμ., [[ὅθεν]] ὁ Δινδ. διώρθωσεν ἐκπολεμῆσαι ἀντὶ -ῶσαι ἔκ τινος χειρογρ. παρὰ Δημ., [[ἔνθα]] κατωτ. κινῶ εἰς πόλεμον, καθιστῶ πολέμιον, τινὰ [[πρός]] τινα Δημ. 11. 1., 30. 20: ταύτην τὴν σημασίαν δυνατὸν νὰ ἔχῃ καὶ παρὰ Θουκ. 6. 91. καὶ τὰ [[ἐνθάδε]] χρὴ ἅμα φανερώτερον ἐκπολεμεῖν, ἀλλ’ ὁ Bloomfield ἑρμηνεύει: καὶ κατὰ τῶν [[ἐνταῦθα]] (δηλ. τῶν Ἀθηναίων) πρέπει νὰ ἐξακολουθῶμεν δραστηριώτερον τὸν πόλεμον. ΙΙ. [[ἔρχομαι]] εἰς πόλεμον [[πρός]] τινα, ἀλλήλους Πολύβ. 15. 6. 6.
|lstext='''ἐκπολεμέω''': ὡς τὸ [[ἐκπολεμόω]], [[ἐξάπτω]], [[ἐρεθίζω]] τινὰ εἰς πόλεμον κατά τινος, ἵν’ ἐκπολεμήσειε τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους Ξεν. Ἑλλ. 5.4. 20· [[ἄνευ]] ἄλλης γραφ. καὶ ὁ Ἁρπ. ἀναφέρει τοῦτο τὸ [[χωρίον]] [[ὅπως]] δείξῃ ὅτι ὁ [[τύπος]] εἰς -έω ἐθεωρεῖτο προτιμότερος ὑπὸ τῶν γραμμ., [[ὅθεν]] ὁ Δινδ. διώρθωσεν ἐκπολεμῆσαι ἀντὶ -ῶσαι ἔκ τινος χειρογρ. παρὰ Δημ., [[ἔνθα]] κατωτ. κινῶ εἰς πόλεμον, καθιστῶ πολέμιον, τινὰ [[πρός]] τινα Δημ. 11. 1., 30. 20: ταύτην τὴν σημασίαν δυνατὸν νὰ ἔχῃ καὶ παρὰ Θουκ. 6. 91. καὶ τὰ [[ἐνθάδε]] χρὴ ἅμα φανερώτερον ἐκπολεμεῖν, ἀλλ’ ὁ Bloomfield ἑρμηνεύει: καὶ κατὰ τῶν [[ἐνταῦθα]] (δηλ. τῶν Ἀθηναίων) πρέπει νὰ ἐξακολουθῶμεν δραστηριώτερον τὸν πόλεμον. ΙΙ. [[ἔρχομαι]] εἰς πόλεμον [[πρός]] τινα, ἀλλήλους Πολύβ. 15. 6. 6.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> transporter la guerre;<br /><b>2</b> exciter à la guerre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πολεμέω]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπολεμέω Medium diacritics: ἐκπολεμέω Low diacritics: εκπολεμέω Capitals: ΕΚΠΟΛΕΜΕΩ
Transliteration A: ekpoleméō Transliteration B: ekpolemeō Transliteration C: ekpolemeo Beta Code: e)kpoleme/w

English (LSJ)

   A provoke to war, ἵν' ἐκπολεμήσειε τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους X.HG5.4.20 (codd. and Harp.), cf. Th.6.91 :— Pass., ἐκπεπολεμῆσθαι πρὸς τὸν ἑαυτοῦ οἶκον Philostr.VA5.35.    II go to war with, LXXDe.20.10, al.

German (Pape)

[Seite 775] 1) von einem Orte aus bekriegen, Thuc. 6, 91. – 2) zum Kriege reizen, Ἀθηναίους πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους Xen. Hell. 5, 4, 20. – 3) bekriegen, τινά, Pol. 15, 6, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπολεμέω: ὡς τὸ ἐκπολεμόω, ἐξάπτω, ἐρεθίζω τινὰ εἰς πόλεμον κατά τινος, ἵν’ ἐκπολεμήσειε τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους Ξεν. Ἑλλ. 5.4. 20· ἄνευ ἄλλης γραφ. καὶ ὁ Ἁρπ. ἀναφέρει τοῦτο τὸ χωρίον ὅπως δείξῃ ὅτι ὁ τύπος εἰς -έω ἐθεωρεῖτο προτιμότερος ὑπὸ τῶν γραμμ., ὅθεν ὁ Δινδ. διώρθωσεν ἐκπολεμῆσαι ἀντὶ -ῶσαι ἔκ τινος χειρογρ. παρὰ Δημ., ἔνθα κατωτ. κινῶ εἰς πόλεμον, καθιστῶ πολέμιον, τινὰ πρός τινα Δημ. 11. 1., 30. 20: ταύτην τὴν σημασίαν δυνατὸν νὰ ἔχῃ καὶ παρὰ Θουκ. 6. 91. καὶ τὰ ἐνθάδε χρὴ ἅμα φανερώτερον ἐκπολεμεῖν, ἀλλ’ ὁ Bloomfield ἑρμηνεύει: καὶ κατὰ τῶν ἐνταῦθα (δηλ. τῶν Ἀθηναίων) πρέπει νὰ ἐξακολουθῶμεν δραστηριώτερον τὸν πόλεμον. ΙΙ. ἔρχομαι εἰς πόλεμον πρός τινα, ἀλλήλους Πολύβ. 15. 6. 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 transporter la guerre;
2 exciter à la guerre.
Étymologie: ἐκ, πολεμέω.