ἐκπολεμέω

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπολεμέω Medium diacritics: ἐκπολεμέω Low diacritics: εκπολεμέω Capitals: ΕΚΠΟΛΕΜΕΩ
Transliteration A: ekpoleméō Transliteration B: ekpolemeō Transliteration C: ekpolemeo Beta Code: e)kpoleme/w

English (LSJ)

A provoke to war, ἵν' ἐκπολεμήσειε τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους X.HG5.4.20 (codd. and Harp.), cf. Th.6.91:—Pass., ἐκπεπολεμῆσθαι πρὸς τὸν ἑαυτοῦ οἶκον Philostr.VA5.35.
II go to war with, LXX De.20.10, al.

Spanish (DGE)

I intr.
1 impulsar, suscitar la guerra χρὴ ... φανερώτερον ἐκπολεμεῖν Th.6.91.
2 en aor. comenzar la guerra ἐξεπολέμησαν ... πρὸς τοὺς Ῥαυκίους Plb.30.23.1.
3 guerrear, hacer la guerra ὁ θεὸς ὑμῶν ἐξεπολέμει ὑμῖν LXX Io.23.10.
II tr.
1 arrastrar a la guerra ἵν' ἐκπολεμήσειε τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους X.HG 5.4.20 (cód.), en v. pas. τί λοιπόν, ἀλλ' ἢ ἐκπεπολεμῆσθαι πρὸς τὸν ἑαυτοῦ οἶκον; ¿qué queda, sino haberse visto arrastrado a una guerra contra su propia familia? Philostr.VA 5.35, cf. Str.7.5.6, D.C.48.28.3.
2 derrotar, vencer en v. pas. πάντων ἐκπολεμηθέντων πρὸς Ῥωμαίων τῶν ... βασιλέων cuando todos los reyes fueron derrotados por los romanos I.Ap.2.134, πρὸς Ἀγρίππα App.BC 5.110, fig. ὑπὸ ... ἐμαυτοῦ ἐκπεπολεμημένος Gr.Thaum.Pan.Or.16.87
conquistar Κρήτην Str.10.4.9.
3 atacar πόλιν LXX De.20.10, αὐτούς I.BI 4.237, τοὺς τὴν ἄκραν φυλάττοντας I.AI 12.318.

German (Pape)

[Seite 775] 1) von einem Orte aus bekriegen, Thuc. 6, 91. – 2) zum Kriege reizen, Ἀθηναίους πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους Xen. Hell. 5, 4, 20. – 3) bekriegen, τινά, Pol. 15, 6, 6.

French (Bailly abrégé)

ἐκπολεμῶ :
1 transporter la guerre;
2 exciter à la guerre.
Étymologie: ἐκ, πολεμέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπολεμέω:
1 (из какого-л. места) начинать поход, вести войну Thuc.;
2 побуждать к войне (τινα πρός τινα Xen.);
3 воевать, идти войной (ἀλλήλους Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπολεμέω: ὡς τὸ ἐκπολεμόω, ἐξάπτω, ἐρεθίζω τινὰ εἰς πόλεμον κατά τινος, ἵν’ ἐκπολεμήσειε τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους Ξεν. Ἑλλ. 5.4. 20· ἄνευ ἄλλης γραφ. καὶ ὁ Ἁρπ. ἀναφέρει τοῦτο τὸ χωρίον ὅπως δείξῃ ὅτι ὁ τύπος εἰς -έω ἐθεωρεῖτο προτιμότερος ὑπὸ τῶν γραμμ., ὅθεν ὁ Δινδ. διώρθωσεν ἐκπολεμῆσαι ἀντὶ -ῶσαι ἔκ τινος χειρογρ. παρὰ Δημ., ἔνθα κατωτ. κινῶ εἰς πόλεμον, καθιστῶ πολέμιον, τινὰ πρός τινα Δημ. 11. 1., 30. 20: ταύτην τὴν σημασίαν δυνατὸν νὰ ἔχῃ καὶ παρὰ Θουκ. 6. 91. καὶ τὰ ἐνθάδε χρὴ ἅμα φανερώτερον ἐκπολεμεῖν, ἀλλ’ ὁ Bloomfield ἑρμηνεύει: καὶ κατὰ τῶν ἐνταῦθα (δηλ. τῶν Ἀθηναίων) πρέπει νὰ ἐξακολουθῶμεν δραστηριώτερον τὸν πόλεμον. ΙΙ. ἔρχομαι εἰς πόλεμον πρός τινα, ἀλλήλους Πολύβ. 15. 6. 6.

Greek Monotonic

ἐκπολεμέω: μέλ. -ήσω, εξάπτω, εξερεθίζω, υποκινώ προς πόλεμο, καθιστώ κάποιον εχθρικό, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ήσω
to excite to war, make hostile, Xen.

Lexicon Thucydideum

bello petere, bellum inferre, to attack in war, make war on, 6.91.5,
PASS. hostis fieri, to become an enemy, 8.57.1, [Vat. Bekk. Goell. Did. Vatican Bekker Goeller Dindorf edition ἐκπεπολεμῶσθαι].