ὁμωρόφιος: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμωρόφιος''': -ον, ([[ὄροφος]]) ὁ ὑπάρχων ἢ κατοικῶν ὑπὸ τὴν αὐτὴν ὀροφήν, τινὶ Ἀντιφῶν 130. 32, Δημ. 321, 14., 553. 6 (πρβλ. [[ὁμόσπονδος]])· - ὁμορόφιος [[εἶναι]] [[τύπος]] ἡμαρτημένος ἀπαντῶν ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 709. | |lstext='''ὁμωρόφιος''': -ον, ([[ὄροφος]]) ὁ ὑπάρχων ἢ κατοικῶν ὑπὸ τὴν αὐτὴν ὀροφήν, τινὶ Ἀντιφῶν 130. 32, Δημ. 321, 14., 553. 6 (πρβλ. [[ὁμόσπονδος]])· - ὁμορόφιος [[εἶναι]] [[τύπος]] ἡμαρτημένος ἀπαντῶν ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 709. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />v. [[ὁμώροφος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (ὄροφος)
A being or lodging under the same roof with, τινι Antipho 5.11, D.18.287, 21.118 : abs., Opp.H.5.418 : ὁμορόφιος is f.l. in codd., e.g. of Str.9.3.5, Gal.14.215.
German (Pape)
[Seite 344] = Folgdm, Antiph. 5, 11 u. Folgde, wie Luc. Phal. prior. l.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμωρόφιος: -ον, (ὄροφος) ὁ ὑπάρχων ἢ κατοικῶν ὑπὸ τὴν αὐτὴν ὀροφήν, τινὶ Ἀντιφῶν 130. 32, Δημ. 321, 14., 553. 6 (πρβλ. ὁμόσπονδος)· - ὁμορόφιος εἶναι τύπος ἡμαρτημένος ἀπαντῶν ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 709.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
v. ὁμώροφος.