ὁμώροφος

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμώροφος Medium diacritics: ὁμώροφος Low diacritics: ομώροφος Capitals: ΟΜΩΡΟΦΟΣ
Transliteration A: homoróphios Transliteration B: homorophios Transliteration C: omorofios Beta Code: o(moro/fios

English (LSJ)

ὁμώροφον, = ὁμωρόφιος (being under the same roof with, lodging under the same roof with), Phanod. 13 (ὁμορρόφους, ὁμωροφίους codd. Ath.), Aesop. 10 (ὁμόροφος codd.), Babr. 12.15, etc.

German (Pape)

[Seite 344] unter demselben Dache, also in demselben Hause lebend, τινί, mit Einem, Hausgenoß, Philostr. u. A. Vgl. ὁμορόφιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui demeure sous le même toit.
Étymologie: ὁμός, ὀροφή.

Russian (Dvoretsky)

ὁμώροφος: Babr. = ὁμωρόφιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμώροφος: -ον, = τῷ προηγ., Βαβρ. 12. 13, Ἀθήν. 437F (ἔνθα ὁμορ-), κτλ.

Greek Monolingual

ὁμώροφος, -ον (Α)
συγκάτοικος, σύνοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. πολυ-ώροφος. Το -ω- του τ. (αντί -όροφος) οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ὁμώροφος: -ον, = το προηγ., σε Βάβρ.